
(ενεργοποιώ)
θέτω σε λειτουργία
to make something operate, especially by accident
Γραμματικές Πληροφορίες:

(φτάνω)
προλάβω
to go faster and reach someone or something that is ahead
Γραμματικές Πληροφορίες:

(ντύνομαι επίσημα)
ντύνομαι με formal ρούχα
to wear formal clothes for a special occasion or event
Γραμματικές Πληροφορίες:

(ξεφτίζω (το))
πιέζω (το)
to cause something to lose its functionality or good condition over time or through extensive use
Γραμματικές Πληροφορίες:

(αξιοποιείται)
γίνεται δημοφιλές
(of a concept, trend, or idea) to become popular
Γραμματικές Πληροφορίες:

(προκύπτω)
συμβαίνω
to happen, often unexpectedly
Γραμματικές Πληροφορίες:

(αφήνω έξω)
παραλείπω
to intentionally exclude someone or something
Γραμματικές Πληροφορίες:

(ανακατεύω)
εξεμέσω
to expel the contents of the stomach through the mouth
Γραμματικές Πληροφορίες:

(παρουσιάζω)
συζητώ με
to tell someone about an idea, especially to know their opinion about it
Γραμματικές Πληροφορίες:

(περνώ)
παρερχομαι
to go past someone or something
Γραμματικές Πληροφορίες:

(μιλώ πιο δυνατά)
υψώνω τη φωνή μου
to speak in a louder voice
Γραμματικές Πληροφορίες:

(χάνω τις αισθήσεις μου)
λιποθυμώ
to lose consciousness
Γραμματικές Πληροφορίες:

(κατανέμω)
διανέμω
to distribute something among a group of individuals
Γραμματικές Πληροφορίες:

(εμπιστεύομαι)
υπολογίζω σε
to put trust in something or someone
Γραμματικές Πληροφορίες:

(φέρνω σε πέρας)
προκαλώ
to be the reason for a specific incident or result
Γραμματικές Πληροφορίες:

(έχω μια πρόχειρη σχέση (échō mia próchira schési))
συνδέομαι (syndeómai)
to have a brief sexual relationship with a person
Γραμματικές Πληροφορίες:

(επικεφαλής αρχίζω)
ξεκινώ
to cause something to begin, particularly initiating an event or process
Γραμματικές Πληροφορίες:

(χάνομαι σε αδράνεια)
κάθομαι χωρίς να κάνω τίποτα
to spend time doing nothing or nothing productive
Γραμματικές Πληροφορίες:

(προέχω)
προπονώ
to have a higher priority or importance compared to someone or something else
Γραμματικές Πληροφορίες:

(αντιστέκομαι)
αντιτίθεμαι
to oppose or resist someone or something
Γραμματικές Πληροφορίες:

(παράγω από)
προέρχομαι από
to be originated from something
Γραμματικές Πληροφορίες:

(στηρίζω)
υπερασπίζομαι
to defend or support someone or something
Γραμματικές Πληροφορίες:

(πακετάρω)
συσκευάζω
to put things into containers or bags in order to transport or store them
Γραμματικές Πληροφορίες:

(καταβάλλω εγγύηση)
απελευθερώνω με εγγύηση
to pay money to the court to release someone from custody until their trial
Γραμματικές Πληροφορίες:

(εκκαθαρίσω)
σκοτώσω μαζικά
to kill or cause harm to a large number of people, often through violent means
Γραμματικές Πληροφορίες:
Συγχαρητήρια! !
Έμαθες 25 λέξεις από Top 226 - 250 Phrasal Verbs. Για να βελτιώσεις τη μάθηση και την επανάληψη του λεξιλογίου, ξεκίνα να εξασκείσαι!
Ανασκόπηση
Κάρτες
Ορθογραφία
Κουίζ
