
(καθημερινή μετάβαση)
μετακινούμαι
to regularly travel to one's place of work and home by different means
Γραμματικές Πληροφορίες:

(εργασία)
απασχόληση
a paid job

(μη αμειβόμενος)
εθελοντικός
working without pay

(παθολογικός εργάτης)
εργαζόμενος μέχρι εξάντλησης
a person who works compulsively and finds it hard to stop working to do other things

(χώρος εργασίας)
εργασιακός χώρος
a physical location, such as an office, factory, or store, where people go to work and perform their job duties

(προσαρμοστικός)
ευέλικτος
capable of adjusting easily to different situations, circumstances, or needs

(ρυθμός εργασίας)
εργασιακός ρυθμός
an individual's natural fluctuation of physical and mental capacity for effective work throughout the day
Γραμματικές Πληροφορίες:
Συγχαρητήρια! !
Έμαθες 7 λέξεις από Total English Upper-Intermediate - Unit 4 - Lesson 1. Για να βελτιώσεις τη μάθηση και την επανάληψη του λεξιλογίου, ξεκίνα να εξασκείσαι!
Ανασκόπηση
Κάρτες
Ορθογραφία
Κουίζ
