
(δοκιμάζω)
προσπαθώ
to make an effort or attempt to do or have something
Γραμματικές Πληροφορίες:

(δοκιμάζω)
προσπαθώ
to try to complete or do something difficult
Γραμματικές Πληροφορίες:

(παλεύω)
αγωνίζομαι
to make a strong and continuous effort to achieve something
Γραμματικές Πληροφορίες:

(ξεφεύγω)
διαφεύγω
to get away from captivity
Γραμματικές Πληροφορίες:

(διαφεύγω)
φεύγω
to escape danger or from a place
Γραμματικές Πληροφορίες:

(αποστρέφομαι)
αποφεύγω
to intentionally stay away from or refuse contact with someone
Γραμματικές Πληροφορίες:

(ξεφεύγω)
δραπετεύω
to escape from someone or somewhere
Γραμματικές Πληροφορίες:

(παρεμποδίζω)
αποτρέπω
to not let someone do something
Γραμματικές Πληροφορίες:

(μπλοκάρω)
φράσσω
to stop the flow or movement of something through somewhere
Γραμματικές Πληροφορίες:

(αντιρροπώ)
αντιστέκομαι
to act against something in order to reduce its effect
Γραμματικές Πληροφορίες:

(κραυγάζω)
φωνάζω
to make a loud, sharp cry when one is feeling a strong emotion
Γραμματικές Πληροφορίες:
Συγχαρητήρια! !
Έμαθες 11 λέξεις από Expressing Attempt and Prevention. Για να βελτιώσεις τη μάθηση και την επανάληψη του λεξιλογίου, ξεκίνα να εξασκείσαι!
Ανασκόπηση
Κάρτες
Ορθογραφία
Κουίζ
