
N/A
to stop and hold an object that is moving through the air
Γραμματικές Πληροφορίες:

(πιάνω)
αρπάζω
to take hold of an object or surface rapidly or abruptly
Γραμματικές Πληροφορίες:

(καταλαμβάνω)
αρπάζω
to suddenly and forcibly take hold of something
Γραμματικές Πληροφορίες:

(συλλαμβάνω)
αρπάζω
to quickly take or grab something, often with a sudden motion
Γραμματικές Πληροφορίες:

(κρατώ (krato))
σφίγγω (sfiggo)
to take and tightly hold something
Γραμματικές Πληροφορίες:

(αρπάζω)
σφίγγω
to seize or grab suddenly and firmly
Γραμματικές Πληροφορίες:

(κρατώ)
σφίγγω
to grip or hold tightly with one's hand
Γραμματικές Πληροφορίες:

(παλεύω)
εμπλέκω
to seize hold of someone forcefully or aggressively
Γραμματικές Πληροφορίες:

(αγκαλιάζω)
κολλώ
to tightly hold on to someone or something
Γραμματικές Πληροφορίες:

(κατέχω)
κρατώ
to have in your hands or arms
Γραμματικές Πληροφορίες:

(συγκρατώ)
κρατώ
to firmly grasp or support something with one's hands
Γραμματικές Πληροφορίες:

(κρατώ)
σφίγγω
to firmly hold something
Γραμματικές Πληροφορίες:

(κρατώ σφιχτά)
σφίγγω
to grip or hold tightly
Γραμματικές Πληροφορίες:
Συγχαρητήρια! !
Έμαθες 13 λέξεις από Verbs for Seizing and Holding. Για να βελτιώσεις τη μάθηση και την επανάληψη του λεξιλογίου, ξεκίνα να εξασκείσαι!
Ανασκόπηση
Κάρτες
Ορθογραφία
Κουίζ
