Ρήματα που σχετίζονται με την αγορά

(καταβάλλω (katavállo))
πληρώνω (pliróno)
to give someone money in exchange for goods or services

(ξεπληρώνω)
επιστρέφω
to give back the money that was borrowed or owed
Γραμματικές Πληροφορίες:

(καλύπτω (ένα μεγάλο ποσό))
ξεφορτώνομαι
to reluctantly pay a significant amount of money
Γραμματικές Πληροφορίες:

(δαπανούν)
ξοδεύω
to use money as a payment for services, goods, etc.

(ξοδεύω)
δαπανάω
to spend money for various purposes, such as acquiring goods, services, or assets
Γραμματικές Πληροφορίες:

(επενδύω)
δαπανάω
to spend or invest money or resources for a particular purpose
Γραμματικές Πληροφορίες:

(κουραστικά ξοδεύω)
σπαταλώ
to spend a lot of money on something trivial that one does not really need
Γραμματικές Πληροφορίες:

(καταβάλλω)
ξεπληρώνω
to give someone the money one owes
Γραμματικές Πληροφορίες:

(καταθέτω)
πληρώνω
to contribute or pay the required amount in order to settle and clear a debt
Γραμματικές Πληροφορίες:

(διανέμω)
καταβάλλω
to distribute money, funds, or resources, typically for various purposes or obligations
Γραμματικές Πληροφορίες:

(επιστρέφω χρήματα)
ξεπληρώνω
to return an amount of money that was borrowed
Γραμματικές Πληροφορίες:

(αμείβω)
αποζημιώνω
to make payment to someone for the service they have provided
Γραμματικές Πληροφορίες:

(μπορώ να πληρώσω)
έχω τη δυνατότητα (na)
to be able to pay the cost of something
Γραμματικές Πληροφορίες:

(αξίζει)
κοστίζει
to require a particular amount of money
Γραμματικές Πληροφορίες:

(παίρνω)
αγοράζω
to get something in exchange for paying money
Γραμματικές Πληροφορίες:

(εξαγοράζω)
αγοράζω εξ ολοκλήρου
to buy the whole supply of something such as tickets, stocks, goods, etc.
Γραμματικές Πληροφορίες:

(εκπληρώνω (σε συμφωνία))
αγοράζω
to get goods or services in exchange for money or other forms of payment
Γραμματικές Πληροφορίες:

(να αγοράσει)
να αποκτήσει
to buy or begin to have something
Γραμματικές Πληροφορίες:

(αγοράζω)
ψωνίζω
to look for and buy different things from stores or websites
Γραμματικές Πληροφορίες:

(εγγράφομαι)
υπογράφω
to pay some money in advance to use or receive something regularly
Γραμματικές Πληροφορίες:

(ενοικιάζω)
νοικιάζω
to pay someone to use something such as a car, house, etc. for a period of time
Γραμματικές Πληροφορίες:

(ενοικιάζω)
νοικιάζω
to use a property, asset, or item in exchange for regular payments of money
Γραμματικές Πληροφορίες:
Συγχαρητήρια! !
Έμαθες 22 λέξεις από Verbs Related to Purchase. Για να βελτιώσεις τη μάθηση και την επανάληψη του λεξιλογίου, ξεκίνα να εξασκείσαι!
Ανασκόπηση
Κάρτες
Ορθογραφία
Κουίζ
