
(εντελώς)
απολύτως
to a full or complete degree, without restriction
Οικογένεια Λέξεων
absolute
absolute
absolutely

(τελείως)
εντελώς
to the greatest amount or extent possible
Γραμματικές Πληροφορίες:
Οικογένεια Λέξεων
absolute
absolute
absolutely

(απόλυτα)
εντελώς
(used for emphasis) to the fullest degree or extent
Γραμματικές Πληροφορίες:
Οικογένεια Λέξεων
absolute
absolute
absolutely

(εντελώς)
πλήρως
to the highest extent or capacity
Γραμματικές Πληροφορίες:
Οικογένεια Λέξεων
absolute
absolute
absolutely

(εντελώς)
τελείως
to the full amount or degree
Γραμματικές Πληροφορίες:
Οικογένεια Λέξεων
absolute
absolute
absolutely

(ολόκληρα)
εντελώς
to the fullest or complete degree
Γραμματικές Πληροφορίες:
Οικογένεια Λέξεων
absolute
absolute
absolutely

(εντελώς)
πολύ
to the highest degree
Γραμματικές Πληροφορίες:
Οικογένεια Λέξεων
absolute
absolute
absolutely

(εντελώς)
απόλυτα
to an absolute or complete extent
Οικογένεια Λέξεων
absolute
absolute
absolutely

(απλώς)
εντελώς
used to emphasize the extent or intensity of something
Οικογένεια Λέξεων
absolute
absolute
absolutely

(άκρως)
υπερβολικά
to the highest or utmost degree
Οικογένεια Λέξεων
absolute
absolute
absolutely

(ακραία)
ριζικά
to an extreme or complete degree
Γραμματικές Πληροφορίες:
Οικογένεια Λέξεων
absolute
absolute
absolutely

(απόλυτα)
τέλεια
used to emphasize something
Γραμματικές Πληροφορίες:
Οικογένεια Λέξεων
absolute
absolute
absolutely

N/A
absolute or unequivocal in its nature or extent
Οικογένεια Λέξεων
absolute
absolute
absolutely

N/A
in a total and complete manner
Οικογένεια Λέξεων
absolute
absolute
absolutely

(συνολικά)
τελείως
entirely, completely, and without exception
Γραμματικές Πληροφορίες:
Οικογένεια Λέξεων
absolute
absolute
absolutely

(κυρίως εκ των άλλων)
κυρίως
more than any other thing
Γραμματικές Πληροφορίες:
Οικογένεια Λέξεων
absolute
absolute
absolutely

(κατά κύριο λόγο)
κυρίως
in a manner that indicates the majority of something is in a certain condition or of a certain type
Γραμματικές Πληροφορίες:
Οικογένεια Λέξεων
absolute
absolute
absolutely

(κυρίως)
κατά κύριο λόγο
in a manner that consists mostly of a specific kind, quality, etc.
Γραμματικές Πληροφορίες:
Οικογένεια Λέξεων
absolute
absolute
absolutely

(κυρίως)
σε μεγάλο βαθμό
to a great extent
Γραμματικές Πληροφορίες:
Οικογένεια Λέξεων
absolute
absolute
absolutely

(κυρίως)
κατά κύριο λόγο
used to indicate a primary or fundamental role or focus
Οικογένεια Λέξεων
absolute
absolute
absolutely

(κατά κύριο λόγο)
κυρίως
in a way that refers to the main and defining attributes or aspects of something
Οικογένεια Λέξεων
absolute
absolute
absolutely

(κατά πολύ)
σημαντικά
to a significant degree
Οικογένεια Λέξεων
absolute
absolute
absolutely
Συγχαρητήρια! !
Έμαθες 22 λέξεις από Adverbs of Full Degree. Για να βελτιώσεις τη μάθηση και την επανάληψη του λεξιλογίου, ξεκίνα να εξασκείσαι!
Ανασκόπηση
Κάρτες
Ορθογραφία
Κουίζ
