
(καλύπτω (ένα μεγάλο ποσό))
ξεφορτώνομαι
to reluctantly pay a significant amount of money
Γραμματικές Πληροφορίες:

(υπεργολαβώ)
αναθέτω (σε εξωτερικό μέρος)
to assign a task or project to an external party, typically for a fee
Γραμματικές Πληροφορίες:

(κατανέμω)
διανέμω
to distribute something among a group of individuals
Γραμματικές Πληροφορίες:

(μοιράζω)
διανέμω
to provide someone or each person in a group with something
Γραμματικές Πληροφορίες:

(συμβάλλω)
βοηθώ
to help someone, especially to make it easier for them to do something
Γραμματικές Πληροφορίες:

(ενοικιάζω)
νοικιάζω
to rent something to someone, typically for a specified period, in exchange for payment
Γραμματικές Πληροφορίες:

(μοιράζω)
διανέμω
to distribute something to a group of people
Γραμματικές Πληροφορίες:

(μασάω)
ενοικιάζω
to provide services or temporary use of something to someone, in exchange for a fee
Γραμματικές Πληροφορίες:

(στέλνω)
αποστέλλω
to send something to a number of people or places
Γραμματικές Πληροφορίες:

(μοιράζω)
κατανέμω
to divide and allocate a resource, task, or item among individuals
Γραμματικές Πληροφορίες:
Συγχαρητήρια! !
Έμαθες 10 λέξεις από Giving or Providing. Για να βελτιώσεις τη μάθηση και την επανάληψη του λεξιλογίου, ξεκίνα να εξασκείσαι!
Ανασκόπηση
Κάρτες
Ορθογραφία
Κουίζ
