pattern

Βιβλίο Top Notch 1A - Ενότητα 3 - Προεπισκόπηση

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 3 - Προεπισκόπηση στο βιβλίο μαθημάτων Top Notch 1A, όπως "σύζυγος", "θείος", "πεθερός" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Top Notch 1A
wife

the lady you are officially married to

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wife"
grandparent

someone who is our mom or dad's parent

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "grandparent"
grandmother

the woman who is our mom or dad's mother

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "grandmother"
grandfather

the man who is our mom or dad's father

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "grandfather"
uncle

the brother of our father or mother or their sibling's husband

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "uncle"
aunt

the sister of our mother or father or their sibling's wife

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "aunt"
cousin

our aunt or uncle's child

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cousin"
parent

our mother or our father

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "parent"
mother

a child's female parent

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mother"
father

a child's male parent

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "father"
in-law

a person who is related to someone by marriage

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "in-law"
mother-in-law

someone who is the mother of a person's wife or husband

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mother-in-law"
father-in-law

someone who is the father of a person's wife or husband

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "father-in-law"
sister-in-law

the person who is the sister of one's spouse

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sister-in-law"
brother

a man who shares a mother and father with us

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "brother"
child

a young person who has not reached puberty or adulthood yet

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "child"
niece

our sister or brother's daughter, or the daughter of our husband or wife's siblings

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "niece"
nephew

our sister or brother's son, or the son of our husband or wife's siblings

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nephew"
son

a person's male child

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "son"
daughter

a person's female child

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "daughter"
brother-in-law

the person who is the brother of one's spouse

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "brother-in-law"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek