pattern

Βιβλίο Face2face - Στοιχειώδης - Ενότητα 3 - 3Β

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 3 - 3Β στο βιβλίο μαθημάτων Face2Face Elementary, όπως "φίλος", "μείνετε μέσα", "πρωί" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Face2face - Elementary
to go out

to leave the house and attend a specific social event to enjoy your time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go out"
to stay in

to remain inside a place, typically one's home, and not go outside for a period of time due to reasons such as illness, personal preference, or safety

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stay in"
to eat out

to eat in a restaurant, etc. rather than at one's home

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to eat out"
drink

any liquid that we can drink

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "drink"
cinema

a building where films are shown

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cinema"
concert

a public performance by musicians or singers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "concert"
shopping

the act of buying goods from stores

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shopping"
to phone

to make a phone call or try to reach someone on the phone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to phone"
friend

someone we know well and trust, but normally they are not part of our family

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "friend"
family

people that are related to each other by blood or marriage, normally made up of a father, mother, and their children

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "family"
to visit

to go somewhere because we want to spend time with someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to visit"
to have

to eat or drink something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to have"
coffee

a drink made by mixing hot water with crushed coffee beans, which is usually brown

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "coffee"
to do

to perform an action that is not mentioned by name

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to do"
sport

a physical activity or competitive game with specific rules that people do for fun or as a profession

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sport"
to watch

to look at a thing or person and pay attention to it for some time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to watch"
DVD

a type of disc used to store a lot of files, games, music, videos, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "DVD"
on

used to show a day or date

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "on"
in

used before a specific period of time to show when or at what time something happens or how long it takes for it to happen

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "in"
at

expressing the exact time when something happens

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "at"
every

used to refer to all the members of a group of things or people

[Καθοριστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "every"
Saturday

‌the day that comes after Friday

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Saturday"
morning

the time of day that is between when the sun starts to rise and the middle of the day at twelve o'clock

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "morning"
o'clock

put after the numbers one to twelve to show or tell what time it is, only when it is at that exact hour

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "o'clock"
week

a period of time that is made up of seven days in a calendar

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "week"
afternoon

the time of day that is between twelve o'clock and the time that the sun starts to set

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "afternoon"
day

a period of time that is made up of twenty-four hours

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "day"
evening

the time of day that is between the time that the sun starts to set and when the sky becomes completely dark

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "evening"
month

each of the twelve named divisions of the year, like January, February, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "month"
half

used to indicate an amount equal to one part of two equal parts of something

[Καθοριστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "half"
night

the time when the sun goes down, it gets dark outside, and we sleep

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "night"
Monday

‌the day that comes after Sunday

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Monday"
weekend

the days of the week, usually Saturday and Sunday, when people do not have to go to work or school

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "weekend"
Sunday

‌the day that comes after Saturday

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Sunday"
television

an electronic device with a screen that receives television signals, on which we can watch programs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "television"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek