pattern

Συμπλοκές των 'Pay- Run- Break' & άλλων - Ενέργειες ή αντιλήψεις (Catch)

Εξερευνήστε τις αγγλικές συνθέσεις με το "Catch" που χρησιμοποιείται για την έκφραση πράξεων ή αντιλήψεων, όπως "catch a ride" και "catch a glimpse".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Verb Collocations With 'Pay- Run- Break' & more
to catch a chill

to become ill or experience discomfort, typically due to exposure to cold temperatures

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [catch] a chill"
to catch (a) cold

to get sick with a virus that causes a runny nose, cough, and sore throat

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [catch] (a|) cold"
to catch a fever

to become sick with a higher body temperature, often because of an infection or illness

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [catch] a fever"
to catch the flu

to become infected with the influenza virus

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [catch] the flu"
to catch one's breath

to temporarily stop and breathe slowly and deeply to recover from a period of heavy breathing or breathlessness

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [catch] {one's} breath"
to catch (on) fire

to start burning

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [catch] (on|) fire"
to catch a ride

to get transportation from someone, typically by joining them in their vehicle and traveling with them to a particular destination

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [catch] a ride"
to catch a game

to attend or watch a sporting event as a spectator

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [catch] a game"
to catch a glimpse

to get a very quick look at a thing or person

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [catch] a glimpse"
to catch a meal

to obtain food, often by catching, hunting, or gathering it

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [catch] a meal"
to catch sight of somebody or something

to suddenly or briefly see a thing or person

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [catch] sight of {sb/sth}"
to catch one's drift

to get the general understanding of what someone means

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [catch|get] {one's} drift"
to catch one's attention

to attract or engage someone's focus or interest

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [catch] {one's} attention"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek