pattern

Βιβλίο Top Notch 1B - Ενότητα 10 - Μάθημα 2

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 10 - Μάθημα 2 στο βιβλίο μαθημάτων Top Notch 1B, όπως "φτηνό", "παζάρι", "δαπανώ" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Top Notch 1B
big

above average in size or extent

μεγάλος, υπερβολικός

μεγάλος, υπερβολικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "big"
cheap

having a low price

φτηνός, χαμηλής τιμής

φτηνός, χαμηλής τιμής

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cheap"
expensive

having a high price

ακριβός, δαπανηρός

ακριβός, δαπανηρός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "expensive"
fast

having a high speed when doing something, especially moving

γρήγορος, ταχύς

γρήγορος, ταχύς

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fast"
heavy

having a lot of weight and not easy to move or pick up

βαρύς, φορτωμένος

βαρύς, φορτωμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "heavy"
light

having very little weight and easy to move or pick up

ελαφρύς, ελαφρύ

ελαφρύς, ελαφρύ

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "light"
quiet

with little or no noise

ήσυχος, σιγανός

ήσυχος, σιγανός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "quiet"
slow

moving, happening, or being done at a speed that is low

αργός, βραδύς

αργός, βραδύς

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "slow"
small

below average in physical size

μικρός, κατασκευασμένος

μικρός, κατασκευασμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "small"
to bargain

to negotiate the terms of a contract, sale, or similar arrangement for a better agreement, price, etc.

διαπραγματεύομαι, παζαρεύω

διαπραγματεύομαι, παζαρεύω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bargain"
buyer

a person who wants to buy something, usually an expensive item

αγοραστής, αγοραστρια

αγοραστής, αγοραστρια

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "buyer"
language

the system of communication by spoken or written words, that the people of a particular country or region use

γλώσσα, λόγος

γλώσσα, λόγος

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "language"
seller

a person or company that sells something

πωλητής, πωλητρία

πωλητής, πωλητρία

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "seller"
to spend

to use money as a payment for services, goods, etc.

ξοδεύω, δαπανούν

ξοδεύω, δαπανούν

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to spend"
to deal

to engage in business transactions or trade by buying, selling, or exchanging goods or services

συνεταιρίζομαι, διαπραγματεύομαι

συνεταιρίζομαι, διαπραγματεύομαι

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to deal"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek