pattern

Βιβλίο Top Notch 2A - Ενότητα 5 - Μάθημα 1

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 5 - Μάθημα 1 στο βιβλίο μαθημάτων Top Notch 2A, όπως «προϊόν», «ξυράφι», «λάκα μαλλιών» κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Top Notch 2A
personal care

the act of tending to the hygiene, condition, and appearance of one's face, hair, teeth, skin, clothing, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "personal care"
product

something that is created or grown for sale

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "product"
comb

a flat piece of plastic, metal, etc. with a row of thin teeth, used for untangling or arranging the hair

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "comb"
brush

an object that has hair or thin pieces of plastic or wood attached to a handle that we use for making our hair tidy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "brush"
toothbrush

a small brush with a long handle that we use for cleaning our teeth

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "toothbrush"
razor

a sharp-edged tool used for shaving hair off the body or face

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "razor"
nail clippers

the object that people use to cut and shorten their nails

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nail clippers"
nail file

a metal rough surface used for shaping and evening rough fingernails and toenails

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nail file"
soap

the substance we use with water for washing and cleaning our body

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "soap"
deodorant

a substance that people put on their skin to make it smell better or to hide bad ones

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deodorant"
shaving cream

special product applied to one's face or other body parts before shaving

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shaving cream"
aftershave

a fragrant liquid or lotion that is applied to the skin after being shaved, particularly used by men

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "aftershave"
toothpaste

a soft and thick substance we put on a toothbrush to clean our teeth

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "toothpaste"
shampoo

a liquid used to wash one's hair

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shampoo"
hairspray

a cosmetic product that is sprayed on the hair in order to make it fixed in its position

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hairspray"
sunscreen

a cream that is applied to the skin to protect it from the harmful rays of the sun

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sunscreen"
dental floss

a soft and silky thread used to clean between the teeth

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dental floss"
hand lotion

lotion that is applied to the hands to moisturize them and make them smoother and softer

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hand lotion"
body lotion

lotion that is applied to the body to moisturize it and make it smoother and softer

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "body lotion"
makeup

any type of substance that one uses to add more color or definition to one's face in order to alter or enhance one's appearance

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "makeup"
lipstick

a waxy colored make-up that is worn on the lips

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lipstick"
mascara

a black make-up used to lengthen or darken the eyelashes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mascara"
face powder

a skin-toned cosmetic powder applied to the face to make it less shiny and hide any imperfections on the skin

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "face powder"
nail polish

a cosmetic liquid that is put on the nails to color them and make them look attractive

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nail polish"
eyeshadow

a colored cosmetic cream or powder applied to the eyelids or around the eyes to make them stand out or appear more attractive

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "eyeshadow"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek