pattern

Βιβλίο Top Notch 2A - Ενότητα 5 - Μάθημα 4

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 5 - Μάθημα 4 στο βιβλίο μαθημάτων Top Notch 2A, όπως "φυσικό", "ελκυστικό", "χαρακτηριστικό" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Top Notch 2A
to discuss

to talk about something with someone, often in a formal manner

συζητώ, αναλύω

συζητώ, αναλύω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to discuss"
beauty

the quality of being attractive or pleasing, particularly to the eye

ομορφιά, κάλλος

ομορφιά, κάλλος

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "beauty"
physical

related to the body rather than the mind

σωματικός, φυσικός

σωματικός, φυσικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "physical"
feature

an important or distinctive aspect of something

χαρακτηριστικό, ιδιότητα

χαρακτηριστικό, ιδιότητα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "feature"
skin

the thin layer of tissue that covers the body of a person or an animal

δέρμα, επιδερμίδα

δέρμα, επιδερμίδα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "skin"
hair

the thin thread-like things that grow on our head

μαλλιά, τρίχες

μαλλιά, τρίχες

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hair"
body

our or an animal's hands, legs, head, and every other part together

σώμα, κλεισμένος χώρος

σώμα, κλεισμένος χώρος

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "body"
shape

the outer form or edges of something or someone

σχήμα, μορφή

σχήμα, μορφή

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shape"
size

the physical extent of an object, usually described by its height, width, length, or depth

μέγεθος, διαστάσεις

μέγεθος, διαστάσεις

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "size"
eye

a body part on our face that we use for seeing

μάτι, οφθαλμός

μάτι, οφθαλμός

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "eye"
nose

the body part that is in the middle of our face and we use to smell and breathe

μύτη, όσφρηση

μύτη, όσφρηση

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nose"
mouth

our body part that we use for eating, speaking, and breathing

στόμα, στόματος

στόμα, στόματος

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mouth"
attractive

having features or characteristics that are pleasing

ελκυστικός, γουστός

ελκυστικός, γουστός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "attractive"
unattractive

not pleasing to the eye

άσχημος, μη ελκυστικός

άσχημος, μη ελκυστικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unattractive"
youth

a young man or teenage boy, typically in the stage of life between childhood and adulthood

νεολαία, νέος

νεολαία, νέος

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "youth"
health

the general condition of a person's mind or body

υγεία, καλή υγεία

υγεία, καλή υγεία

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "health"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek