pattern

Βιβλίο Top Notch Θεμελιώδες A - Ενότητα 5 - Μάθημα 1

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 5 - Μάθημα 1 στο βιβλίο μαθημάτων Top Notch Fundamentals A, όπως "γεγονός", "μεσάνυχτα", "αργά" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Top Notch Fundamentals A
event

anything that takes place, particularly something important

γεγονός, εκδήλωση

γεγονός, εκδήλωση

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "event"
time

the quantity that is measured in seconds, minutes, hours, etc. using a device like clock

χρόνος, ώρα

χρόνος, ώρα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "time"
o'clock

put after the numbers one to twelve to show or tell what time it is, only when it is at that exact hour

η ώρα (i óra), σα να είναι (sa na íne)

η ώρα (i óra), σα να είναι (sa na íne)

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "o'clock"
noon

the time of day when the sun is at its highest point in the sky, typically around 12 o'clock

μεσημέρι, δώδεκα το μεσημέρι

μεσημέρι, δώδεκα το μεσημέρι

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "noon"
midnight

the middle of the night when the clock shows 12 AM

μεσάνυχτα, τα μεσάνυχτα

μεσάνυχτα, τα μεσάνυχτα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "midnight"
a.m.

between midnight and noon

π.μ., προ μεσημβρίας

π.μ., προ μεσημβρίας

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "a.m."
p.m.

after noon and before midnight

μμ., μετά μεσημβρίας

μμ., μετά μεσημβρίας

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "p.m."
early

happening or done before the usual or scheduled time

πρώιμος, νωρίς

πρώιμος, νωρίς

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "early"
on time

exactly at the specified time, neither late nor early

έγκαιρα, στην ώρα του

έγκαιρα, στην ώρα του

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "on time"
late

doing or happening after the time that is usual or expected

καθυστερημένος, αργά

καθυστερημένος, αργά

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "late"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek