pattern

Βιβλίο Top Notch Θεμελιώδες A - Ενότητα 6 - Μάθημα 2

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 6 - Μάθημα 2 στο βιβλίο μαθημάτων Top Notch Fundamentals A, όπως «ρωτώ», «πράσινο», «μέτριο» κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Top Notch Fundamentals A
color

a quality such as red, green, blue, yellow, etc. that we see when we look at something

χρώμα, χρωματισμός

χρώμα, χρωματισμός

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "color"
white

having the color that is the lightest, like snow

λευκός, άσπρος

λευκός, άσπρος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "white"
black

having the color that is the darkest, like most crows

μαύρος, άσπρος

μαύρος, άσπρος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "black"
red

having the color of tomatoes or blood

κόκκινος, ερυθρός

κόκκινος, ερυθρός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "red"
orange

having the color of carrots or pumpkins

πορτοκαλί, κερασιί

πορτοκαλί, κερασιί

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "orange"
yellow

having the color of lemons or the sun

κίτρινος, κίτρινη

κίτρινος, κίτρινη

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "yellow"
green

having the color of fresh grass or most plant leaves

πράσινος, χλωρός

πράσινος, χλωρός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "green"
blue

having the color of the ocean or clear sky at daytime

μπλε, γαλάζιο

μπλε, γαλάζιο

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "blue"
purple

having the color of most ripe eggplants

μωβ, βιολετί

μωβ, βιολετί

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "purple"
gray

having a color between white and black, like most koalas or dolphins

γκρι, γκρίζος

γκρι, γκρίζος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gray"
brown

having the color of chocolate ice cream

καφέ, χάλκινος

καφέ, χάλκινος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "brown"
size

the physical extent of an object, usually described by its height, width, length, or depth

μέγεθος, διαστάσεις

μέγεθος, διαστάσεις

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "size"
small

below average in physical size

μικρός, κατασκευασμένος

μικρός, κατασκευασμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "small"
medium

having a size that is not too big or too small, but rather in the middle

μεσαίο, μικρομεσαίο

μεσαίο, μικρομεσαίο

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "medium"
large

above average in amount or size

μεγάλος, ευρύς

μεγάλος, ευρύς

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "large"
extra large

(of a size) larger than large, often used for clothing, packaging, or other items

πολύ μεγάλο, έξτρα μεγάλο

πολύ μεγάλο, έξτρα μεγάλο

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "extra large"
to ask

to use words in a question form or tone to get answers from someone

ρωτώ (rotó), ερωτώ (erotó)

ρωτώ (rotó), ερωτώ (erotó)

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ask"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek