pattern

Βιβλίο Summit 1A - Ενότητα 3 - Μάθημα 1

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 3 - Μάθημα 1 στο βιβλίο μαθημάτων Summit 1A, όπως «μετάνοια», «ζωντανό μισθό σε μισθό», «έξοδα» κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Summit 1A
buyer

a person who wants to buy something, usually an expensive item

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "buyer"
remorse

a sense of great regret that one feels as a result of having done something bad or wrong

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "remorse"
to live within one's means

to spend no more money than one has

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [live] within  {one's} means"
to keep track of somebody or something

to ensure that one has the latest news concerning someone or something

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [keep] track of {sb/sth}"
expense

the amount of money spent to do or have something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "expense"
to save

to keep money to spend later

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to save"
regularly

at the same times or with the same amount of time between each event

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "regularly"
to pay

to give someone money in exchange for goods or services

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pay"
bill

a piece of printed paper that shows the amount of money a person has to pay for goods or services received

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bill"
in full

in a way that contains all that is wanted, needed, or is possible, without any omissions

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "in full"
to live paycheck to paycheck

to have a hard time managing one's expenses

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [live] paycheck to paycheck"
to be drown in debt

to owe a lot of money to others

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [be] drown in debt"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek