pattern

Βιβλίο Summit 1A - Ενότητα 5 - Μάθημα 1

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 5 - Μάθημα 1 στο βιβλίο μαθημάτων Summit 1A, όπως "συνετός", "ανεύθυνος", "σωστός" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Summit 1A
acceptable

capable of being approved

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "acceptable"
unacceptable

(of a thing) not pleasing or satisfying enough

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unacceptable"
considerate

thoughtful of others and their feelings

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "considerate"
inconsiderate

(of a person) lacking or having no respect or regard for others' feelings or rights

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inconsiderate"
polite

showing good manners and respectful behavior towards others

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "polite"
impolite

having bad manners or behavior

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "impolite"
proper

suitable or appropriate for the situation

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "proper"
improper

unfit for a particular person, thing, or situation

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "improper"
respectful

treating others with politeness, consideration, and dignity

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "respectful"
disrespectful

behaving or talking in a way that is inconsiderate or offensive to a person or thing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disrespectful"
responsible

(of a person) having an obligation to do something or to take care of someone or something as part of one's job or role

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "responsible"
irresponsible

neglecting one's duties or obligations, often causing harm or inconvenience to others

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "irresponsible"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek