pattern

Βασικά Ουσιαστικά - Προσωπική Φροντίδα

Εδώ θα μάθετε αγγλικά ουσιαστικά που σχετίζονται με την προσωπική φροντίδα, όπως "σαμπουάν," "οδοντόκρεμα," και "ξυραφάκι."

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized Basic English Nouns
shampoo

a liquid used to wash one's hair

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shampoo"
conditioner

a liquid or cream applied to the hair after shampooing in order to make it softer and easier to style

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conditioner"
soap

the substance we use with water for washing and cleaning our body

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "soap"
body wash

a liquid soap used in the shower or bath that lathers and moisturizes the skin for clean and hydrated skin

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "body wash"
toothbrush

a small brush with a long handle that we use for cleaning our teeth

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "toothbrush"
toothpaste

a soft and thick substance we put on a toothbrush to clean our teeth

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "toothpaste"
dental floss

a soft and silky thread used to clean between the teeth

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dental floss"
mouthwash

a liquid with antibacterial ingredients that the mouth and teeth are rinsed with in order to become fresh and healthy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mouthwash"
deodorant

a substance that people put on their skin to make it smell better or to hide bad ones

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deodorant"
lotion

any type of liquid that is put on the skin to protect or clean it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lotion"
sunscreen

a cream that is applied to the skin to protect it from the harmful rays of the sun

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sunscreen"
razor

a sharp-edged tool used for shaving hair off the body or face

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "razor"
shaving cream

special product applied to one's face or other body parts before shaving

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shaving cream"
hair gel

a styling product used to hold hair in place, providing control, definition, and often a glossy finish when applied to the hair

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hair gel"
hairbrush

a brush for making the hair smooth or tidy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hairbrush"
comb

a flat piece of plastic, metal, etc. with a row of thin teeth, used for untangling or arranging the hair

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "comb"
face cream

a cream that is applied to the face to soothe or cleanse the skin

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "face cream"
lip balm

a wax-like substance that is used on the lips to remedy cracked or dry lips

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lip balm"
hand sanitizer

a liquid or substance applied to the hands for the purpose of removing bacteria and other common pathogens

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hand sanitizer"
nail file

a metal rough surface used for shaping and evening rough fingernails and toenails

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nail file"
nail clippers

the object that people use to cut and shorten their nails

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nail clippers"
tweezers

a small tool with two long parts that are joined at one end, used for gripping and plucking small objects, particularly hairs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tweezers"
perfume

‌a liquid, typically made from flowers, that has a pleasant smell

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "perfume"
eau de cologne

a light and refreshing fragrance formulation typically containing a lower concentration of aromatic compounds

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "eau de cologne"
moisturizer

a substance, such as a balm or cream, which is applied to the skin in order to remedy dryness

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "moisturizer"
face mask

a substance that the face is covered with temporarily and is then removed in order to soothe or heal the skin

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "face mask"
lip gloss

a cosmetic substance in liquid or gel form applied to the lips to give them a shiny effect and often a bit of color

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lip gloss"
styling

the action or process of dressing someone's hair in a particular fashion

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "styling"
lipstick

a waxy colored make-up that is worn on the lips

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lipstick"
mascara

a black make-up used to lengthen or darken the eyelashes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mascara"
eyeliner

a usually black cosmetic that is worn at the edges of the eyes to make them appear more attractive or noticeable

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "eyeliner"
foundation

a substance in the form of cream, powder, or liquid applied to facial skin to cover imperfections and prepare it for other cosmetics

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "foundation"
eyeshadow

a colored cosmetic cream or powder applied to the eyelids or around the eyes to make them stand out or appear more attractive

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "eyeshadow"
blush

the powder or cream that is put on the cheeks to make them look attractive by giving them color

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "blush"
concealer

a skin-toned cosmetic, typically in cream or liquid form, used to hide dark circles around the eyes or other imperfections on the skin

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "concealer"
hand cream

a cream that is applied to the hands to moisturize the skin

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hand cream"
toner

a liquid cosmetic that is applied to the face in order to cleanse the skin and make it less oily

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "toner"
oil

a liquid cosmetic that is applied to the hair or skin to soften or protect it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "oil"
body scrub

a cosmetic product used to exfoliate and cleanse the skin while bathing or showering

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "body scrub"
spa

a large tub containing hot water and a device that moves the water, which people use to refresh their body

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spa"
towel

a piece of cloth or paper that you use for drying your body or things such as dishes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "towel"
shower

an act of washing our body while standing under a stream of water

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shower"
body brush

a brush used on the body to exfoliate the skin, promote circulation, and enhance skin texture

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "body brush"
body butter

a moisturizing skincare product made from rich ingredients to hydrate and nourish the skin

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "body butter"
face serum

a skincare product that provides targeted treatment for the face, typically used after cleansing and toning

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "face serum"
highlighter

a cosmetic product used to add a luminous glow or shimmer to specific areas of the face, such as the cheekbones

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "highlighter"
haircut

the act of cutting hair or having our hair cut

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "haircut"
tampon

a piece of cotton material that a woman inserts into her vagina to stop blood from coming out during her period

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tampon"
cloth menstrual pad

a reusable fabric pad for managing menstrual flow as an eco-friendly alternative to disposable pads or tampons

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cloth menstrual pad"
menstrual cup

a reusable bell-shaped cup for collecting menstrual blood as an alternative to disposable pads or tampons

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "menstrual cup"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek