pattern

Βασικά Ουσιαστικά - Λαχανικά

Εδώ θα μάθετε αγγλικά ουσιαστικά που σχετίζονται με λαχανικά, όπως "καρότο," "σπανάκι," και "ραπανάκι."

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized Basic English Nouns
carrot

a long orange vegetable that grows beneath the ground and is eaten cooked or raw

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "carrot"
potato

a round vegetable that grows beneath the ground, has light brown skin, and is used cooked or fried

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "potato"
tomato

a soft and round fruit that is red and is used a lot in salads and many other foods

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tomato"
onion

a round vegetable with many layers and a strong smell and taste

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "onion"
broccoli

a vegetable with a thick stem and clusters of edible flower buds, typically green in color

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "broccoli"
spinach

dark and wide green leaves of an Asian plant that can be eaten cooked or uncooked

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spinach"
cucumber

a long fruit that has thin green skin and is used a lot in salads

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cucumber"
eggplant

a vegetable with dark purple skin, which is eaten cooked

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "eggplant"
mushroom

any fungus with a short stem and a round top that we can eat

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mushroom"
corn

a tall plant with large yellow seeds that grow together on a cob, which is cooked and eaten as a vegetable or animal food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "corn"
pea

a green seed, eaten as a vegetable

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pea"
lettuce

a type of vegetable with large green leaves, eaten raw in a salad

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lettuce"
garlic

a type of vegetable having a strong smell and spicy flavor that is used in cooking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "garlic"
parsley

an aromatic plant with curly green leaves, used for garnishing food or in cooking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "parsley"
radish

an edible root of red color with a pungent taste that is eaten raw in salads

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "radish"
rutabaga

the swollen yellow root of a plant of the cabbage family, used in cooking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rutabaga"
artichoke

a round green vegetable with a cluster of thick green leaves that form a bud, used in cooking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "artichoke"
bok choy

a leafy vegetable with crisp white stalks and dark green leaves

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bok choy"
cabbage

a large round vegetable with thick white, green or purple leaves, eaten raw or cooked

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cabbage"
cauliflower

the flower head of a plant from the cabbage family that is white in color and is eaten as a vegetable

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cauliflower"
iceberg lettuce

a type of lettuce with crisp leaves that are pale green in color and form a round ball

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "iceberg lettuce"
Brussels sprout

a small round green vegetable from the cabbage family, used in cooking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Brussels sprout"
arugula

a peppery and leafy green vegetable commonly used in salads and as a garnish

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "arugula"
bell pepper

a small hollow fruit, typically red or green, etc., used in cooking or eaten raw

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bell pepper"
chili

the red or green fruit of a particular type of pepper plant, used in cooking for its hot taste

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chili"
jalapeno

a type of chili pepper known for its medium heat and distinct flavor

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "jalapeno"
zucchini

a long and thin vegetable with dark green skin

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "zucchini"
asparagus

a long green vegetable with edible stems, used in cooking or eaten raw

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "asparagus"
bean

a seed growing in long pods on a climbing plant, eaten as a vegetable

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bean"
celery

a green vegetable that people eat raw or use in cooking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "celery"
scallion

a young onion taken from the ground before the root is formed, with a long green stem, eaten as a vegetable

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scallion"
sweet potato

a vegetable similar to a potato in shape that has a sweet taste and white flesh

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sweet potato"
kale

a type of cabbage with green or purple curly leaves

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "kale"
Swiss chard

a vegetable with white or red leaf stalks and large green leaves, used in cooking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Swiss chard"
okra

a type of vegetable with long green seed cases, used in cooking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "okra"
turnip

a root vegetable with creamy flesh and white and purple skin, used in cooking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "turnip"
radicchio

a variety of chicory that bears dark red leaves

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "radicchio"
chicory

a blue-flowered herb of the daisy family, the root of which can be used with coffee and the leaves of which eaten in a salad

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chicory"
endive

a leafy green vegetable with slightly bitter taste, often used in salads or cooked dishes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "endive"
green bean

a type of green vegetable that is long and thin and is used in cooking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "green bean"
leek

a plant of the onion family with layers of green leaves and a white stem, used in cooking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "leek"
watercress

a plant that grows in running water with pungent green leaves that are used in cooking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "watercress"
parsnip

the white root of a plant of the parsley family with a sweet taste that is used in cooking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "parsnip"
shallot

a type of onion plant producing small clustered mild-flavored bulbs used as seasoning

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shallot"
chives

the slender leaves of a plant closely related to the onion, with purple flowers, that is used as a culinary herb

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chives"
cilantro

a leafy herb that has a strong and slightly sour taste

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cilantro"
daikon

a mild radish with a white slender root that is used in Asian cuisine

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "daikon"
cherry tomato

a small-sized variety of tomato known for its sweet flavor and small, round shapees

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cherry tomato"
beet

a vegetable with a round dark red root that is used in cooking or producing sugar

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "beet"
chard

a vegetable with white or red leaf stalks and large green leaves, used in cooking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chard"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek