pattern

Βιβλίο Summit 2A - Ενότητα 2 - Προεπισκόπηση

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 2 - Προεπισκόπηση στο βιβλίο μαθημάτων Summit 2A, όπως "παραδέχομαι", "κατηγορώ", "υπόσχομαι" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Summit 2A
to take

to capture a place and obtain control over it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to take"
responsibility

the obligation to perform a particular duty or task that is assigned to one

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "responsibility"
to admit

to agree with the truth of something, particularly in an unwilling manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to admit"
to avoid

to intentionally stay away from or refuse contact with someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to avoid"
to make

to form, produce, or prepare something, by putting parts together or by combining materials

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to make"
mistake

an act or opinion that is wrong

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mistake"
to make up

to create a false or fictional story or information

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to make up"
excuse

a reason given to explain one's careless, offensive, or wrong behavior or action

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "excuse"
to shift

to change one's opinion, idea, attitude, or plan

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to shift"
blame

responsibility or fault attributed to someone for a mistake, wrongdoing, or undesirable outcome

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "blame"
to keep

to make someone or something stay or remain in a specific state, position, or condition

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to keep"
to promise

to tell someone that one will do something or that a particular event will happen

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to promise"
to tell

to use words and give someone information

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to tell"
lie

a statement that is false and used intentionally to deceive someone

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lie"
truth

the true principles or facts about something, in contrast to what is imagined or thought

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "truth"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek