pattern

Βιβλίο Top Notch 3B - Ενότητα 9 - Μάθημα 2

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 9 - Μάθημα 2 στο βιβλίο μαθημάτων Top Notch 3B, όπως "αμφιλεγόμενο", "λογοκρισία", "απαγόρευση" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Top Notch 3B
controversial

causing a lot of strong public disagreement or discussion

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "controversial"
issue

problems or difficulties that arise, especially in relation to a service or facility, which require resolution or attention

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "issue"
censorship

the act or policy of eliminating or prohibiting any part of a movie, book, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "censorship"
book

a set of printed pages that are held together in a cover so that we can turn them and read them

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "book"
movie

a story told through a series of moving pictures with sound, usually watched via television or in a cinema

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "movie"
compulsory

forced to be done by law or authority

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "compulsory"
military service

the time that is spent working in the navy, army, air force, or other military branches, particularly the period that is compulsory in some countries

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "military service"
lowering

the act of causing or having a decrease in value, quality, strength, quantity, intensity, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lowering"
driving

the act of controlling the movement and the speed of a car, bus, truck, etc. when it is moving

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "driving"
age

the number of years something has existed or someone has been alive

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "age"
to raise

to put something or someone in a higher place or lift them to a higher position

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to raise"
voting age

the minimum age that is required to legally be allowed to vote in public elections

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "voting age"
to prohibit

to formally forbid something from being done, particularly by law

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to prohibit"
smoking

the habit or act of breathing the smoke of a cigarette, pipe, etc. in and out

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "smoking"
indoors

in or into a building, room, etc.

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "indoors"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek