pattern

Βιβλίο English Result - Άνω του μεσαίου - Μονάδα 8 - 8Α

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 8 - 8Α στο βιβλίο μαθημάτων English Result Upper-Intermediate, όπως "toiletry", "disposable", "nail clippers" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
English Result - Upper-intermediate
toiletry

any product or item used for personal hygiene or grooming, such as toothpaste, shampoo, soap, deodorant, and razors

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "toiletry"
aftershave

a fragrant liquid or lotion that is applied to the skin after being shaved, particularly used by men

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "aftershave"
comb

a flat piece of plastic, metal, etc. with a row of thin teeth, used for untangling or arranging the hair

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "comb"
cotton wool

the softest and fluffiest form of silky fibers extracted from the raw cotton plant; often used for cleaning the skin and bathing wounds

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cotton wool"
deodorant

a substance that people put on their skin to make it smell better or to hide bad ones

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deodorant"
disposable

meant to be thrown away after being used

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disposable"
razor

a sharp-edged tool used for shaving hair off the body or face

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "razor"
face cream

a cream that is applied to the face to soothe or cleanse the skin

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "face cream"
hairbrush

a brush for making the hair smooth or tidy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hairbrush"
hair dye

a cosmetic product that changes the color of hair by using pigments or chemicals

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hair dye"
lipstick

a waxy colored make-up that is worn on the lips

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lipstick"
makeup remover

a product used to cleanse and remove makeup from the skin

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "makeup remover"
mascara

a black make-up used to lengthen or darken the eyelashes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mascara"
nail clippers

the object that people use to cut and shorten their nails

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nail clippers"
nail varnish

a liquid product used to add color and shine to the nails, providing a protective and decorative coating

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nail varnish"
perfume

‌a liquid, typically made from flowers, that has a pleasant smell

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "perfume"
shaving foam

a foamy substance applied to the skin during shaving to provide lubrication and protection for a smoother shave

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shaving foam"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek