pattern

Βιβλίο Insight - Ενδιάμεσο - Μονάδα 1 - 1Α

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 1 - 1Α στο βιβλίο μαθημάτων Insight Intermediate, όπως "ξανθό", "κομψό", "παραλλαγή" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Insight - Intermediate
blonde

someone with hair that is light or pale yellow or gold in color

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "blonde"
broad-shouldered

having wide and well-defined shoulders

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "broad-shouldered"
suntanned

(of a person's skin) having a dark color after being exposed to the sun

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "suntanned"
middle-aged

(of a person) approximately between 45 to 65 years old, typically indicating a stage of life between young adulthood and old age

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "middle-aged"
short-haired

having hair that is not long

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "short-haired"
blue-eyed

having eyes that are blue in color

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "blue-eyed"
pale

light in color or shade

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pale"
straight

(of hair) not curly or wavy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "straight"
fair

(of skin or hair) very light in color

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fair"
far

to or at a great distance

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "far"
beautiful

extremely pleasing to the mind or senses

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "beautiful"
elegant

(of a person) attractive, stylish, or beautiful

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "elegant"
ugly

not pleasant to the mind or senses

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ugly"
unattractive

not pleasing to the eye

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unattractive"
variation

a slight change in level, amount, magnitude, etc. of something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "variation"
brace

an orthodontic device made of metal wires that is fitted in the mouth to push teeth in the right position

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "brace"
bob

a short haircut for women or men in which the hair is typically cut straight around the head at jaw-level

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bob"
bun

a hairstyle in which The hair is pulled back from the face, twisted, and coiled on top

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bun"
crop

a short haircut with the back and the sides being faded

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crop"
dreadlock

a rope-like piece of hair formed by twisting or braiding hair, known to be worn by Rastafarians

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dreadlock"
dyed

colored in a way that is not natural, but done artificially

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dyed"
plait

a long piece of hair formed by three parts twisted over each other

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "plait"
ponytail

a hairstyle in which the hair is pulled away from the face and gathered at the back of the head, secured in a way that hangs loosely

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ponytail"
shaved

having had all or most of one's hair or beard removed with a razor or other cutting tool

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shaved"
spiky

(of hair) sticking upward on the top of the head

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spiky"
wavy

(of hair) having a slight curl or wave to it, creating a soft and gentle appearance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wavy"
curly

(of hair) having a spiral-like pattern

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "curly"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek