pattern

Βιβλίο Total English - Στοιχειώδης - Ενότητα 11 - Μάθημα 3

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 11 - Μάθημα 3 στο βιβλίο μαθημάτων Total English Elementary, όπως "professional", "tutor", "course" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Elementary
academic

related to education, particularly higher education

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "academic"
course

a series of lessons or lectures on a particular subject

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "course"
distance education

a learning system in which students and teachers do not attend classes instead use online or broadcast resources

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "distance education"
full-time

done for the usual hours in a working day or week

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "full-time"
lecturer

a person who teaches courses at a college or university, often with a focus on undergraduate education, but who does not hold the rank of professor

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lecturer"
part-time

done only for a part of the working hours

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "part-time"
professional

doing an activity as a job and not just for fun

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "professional"
student

a person who is studying at a school, university, or college

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "student"
trainee

a person who is being trained for a particular job or profession

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "trainee"
trainer

someone who teaches people or animals to perform better at a particular job or skill

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "trainer"
tutor

a teacher who gives lessons privately to one student or a small group

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tutor"
well-qualified

having the necessary knowledge, skills, and experience to perform a particular task or job at a high level of proficiency, often having obtained relevant training, education, or certification

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "well-qualified"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek