pattern

Βιβλίο Total English - Στοιχειώδης - Ενότητα 12 - Μάθημα 3

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 12 - Μάθημα 3 στο βιβλίο μαθημάτων Total English Elementary, όπως "πρόκληση", "γεγονός", "συμπεριλαμβανομένου" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Elementary
celebrity

someone who is known by a lot of people, especially in entertainment business

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "celebrity"
charity

an organization that helps those in need by giving them money, food, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "charity"
to challenge

to invite someone to compete or strongly suggest they should do something, often to test their abilities or encourage action

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to challenge"
to trek

to go for a long walk or journey, particularly in the mountains, forests, etc. as an adventure

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to trek"
to kayak

to move through water in a small, narrow boat known as a Kayak

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to kayak"
event

anything that takes place, particularly something important

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "event"
to sponsor

to cover the costs of a project, TV or radio program, activity, etc., often in exchange for advertising

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sponsor"
including

used to point out that something or someone is part of a set or group

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "including"
expedition

a trip that has been organized for a particular purpose such as a scientific or military one or for exploration

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "expedition"
to take place

to occur at a specific time or location

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [take] place"
to raise

to assemble money or resources, particularly in order to achieve or create something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to raise"
physical

related to the body rather than the mind

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "physical"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek