pattern

Γενική Εκπαίδευση IELTS (Επίπεδο 6-7) - Επιρρήματα σχολίου και βεβαιότητας

Εδώ, θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με επιρρήματα σχολίου και βεβαιότητας που είναι απαραίτητες για την εξέταση IELTS General Training.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Vocabulary for General Training IELTS (6-7)
understandably

in a manner that can be easily understood or sympathized with given the circumstances

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "understandably"
regrettably

in a manner expressing sorrow, disappointment, or a sense of apology

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "regrettably"
thoroughly

in a manner that is very much or to a great extent

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "thoroughly"
apparently

used to convey that something seems to be true based on the available evidence or information

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "apparently"
arguably

used to convey that a statement can be supported with reasons or evidence

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "arguably"
unexpectedly

in a way that is not anticipated or foreseen

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unexpectedly"
unarguably

in a way that can not be disputed or disagreed with

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unarguably"
ultimately

after doing or considering everything

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ultimately"
practically

to an almost complete degree

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "practically"
strangely

in a manner indicating surprise, curiosity, or an unexpected nature

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "strangely"
sincerely

used as a polite and formal closing in letters or emails to express genuine or heartfelt feelings of sincerity and goodwill towards the recipient

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sincerely"
respectfully

used as a formal closing in a letter or email to convey politeness, deference, and respect to the recipient

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "respectfully"
ironically

used for saying that a situation is odd, unexpected, paradoxical, or accidental

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ironically"
presumably

used to say that the something is believed to be true based on available information or evidence

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "presumably"
unquestionably

in a manner beyond any question or uncertainty

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unquestionably"
indisputably

in a way that makes any disagreement or denial impossible or unlikely

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "indisputably"
undeniably

in a way that is definite and cannot be rejected or questioned

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "undeniably"
inarguably

in a way that leaves no room for disagreement or debate

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inarguably"
unmistakably

in a way that cannot be confused or misunderstood

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unmistakably"
incontestably

‌in a manner that leaves no room for disagreement or denial

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "incontestably"
indubitably

in a way that is impossible to doubt or question

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "indubitably"
predictably

in a way that can be anticipated or expected with a high degree of certainty

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "predictably"
decidedly

in a way that is certain and beyond any doubt

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "decidedly"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek