pattern

500 Πιο Συνηθισμένα Αγγλικά Ουσιαστικά - Κορυφαία 176 - 200 Ουσιαστικά

Εδώ σας παρέχεται το μέρος 8 της λίστας με τα πιο κοινά ουσιαστικά στα αγγλικά, όπως "μέγεθος", "κανόνας" και "γείωση".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Most Common Nouns in English Vocabulary
rule

an instruction that says what is or is not allowed in a given situation or while playing a game

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rule"
thought

something that comes to one's mind, such as, an idea, image, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "thought"
party

an event where people get together and enjoy themselves by talking, dancing, eating, drinking, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "party"
size

the physical extent of an object, usually described by its height, width, length, or depth

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "size"
ground

the surface layer of earth that is solid and people walk on

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ground"
course

a series of lessons or lectures on a particular subject

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "course"
risk

the chance or probability of harm, loss, or negative consequences in the future, often resulting from a particular action, decision, event, or condition

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "risk"
opportunity

a situation or a chance where doing or achieving something particular becomes possible or easier

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "opportunity"
hair

the thin thread-like things that grow on our head

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hair"
service

the work done by a person, organization, company, etc. for the benefit of others

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "service"
parent

our mother or our father

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "parent"
image

a representation of something, such as a person, object, or scene, created with a medium such as a photograph, painting, or drawing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "image"
box

a container, usually with four sides, a bottom, and a lid, that we use for moving or keeping things

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "box"
song

a piece of music that has words

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "song"
egg

an oval or round thing that is produced by a chicken and can be used for food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "egg"
skin

the thin layer of tissue that covers the body of a person or an animal

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "skin"
series

a group of similar events, things, or people coming one after the other

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "series"
wall

an upright structure, usually made of brick, concrete, or stone that is made to divide, protect, or surround a place

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wall"
fun

the feeling of enjoyment or amusement

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fun"
period

a duration of time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "period"
mother

a child's female parent

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mother"
father

a child's male parent

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "father"
technology

scientific knowledge put into practice in a particular area, especially in industry

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "technology"
attention

the act of taking notice of someone or something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "attention"
age

the number of years something has existed or someone has been alive

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "age"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek