pattern

Λίστα Λέξεων Επιπέδου B1 - Επαγγέλματα

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για επαγγέλματα, όπως "κουρέας", "χασάπης", "οικοδόμος" κ.λπ. προετοιμασμένες για μαθητές Β1.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
CEFR B1 Vocabulary
barber

someone whose job is to cut men’s hair or shave or trim their facial hair

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "barber"
butcher

someone who cuts up and sells meat as a job

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "butcher"
builder

someone who builds or repairs houses and buildings, often as a job

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "builder"
firefighter

someone whose job is to put out fires and save people or animals from dangerous situations

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "firefighter"
mailman

someone who delivers letters, packages, etc. to people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mailman"
gardener

a person whose job is to take care of plants in a garden

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gardener"
guard

a person whose job is to protect and look after a person or place

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "guard"
tailor

a person whose job is making clothes, especially for men

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tailor"
sailor

a person who is a member of a ship's crew

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sailor"
photographer

someone whose hobby or job is taking photographs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "photographer"
babysitter

someone whose job is to take care of a child or children while their parents are away

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "babysitter"
bodyguard

someone who is employed to protect a famous or important person

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bodyguard"
astronaut

someone who is trained to travel and work in space

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "astronaut"
agent

a company or person that represents another person or company or manages their affairs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "agent"
reporter

a person who gathers and reports news or does interviews for a newspaper, TV, radio station, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reporter"
servant

a person who does the housework as a job

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "servant"
housewife

a married woman who does the housework such as cooking, cleaning, etc. and takes care of the children, and does not work outside the house

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "housewife"
freelancer

a person who works independently without having a long-term contract with companies

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "freelancer"
judge

the official in charge of a court who decides on legal matters

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "judge"
president

the head of a company or corporation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "president"
adviser

someone whose job is to give advice professionally on a particular subject

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "adviser"
director

a person who manages or is in charge of an activity, department, or organization

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "director"
translator

someone whose job is to change written or spoken words from one language to another

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "translator"
sportsman

a man who participates in a sport professionally

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sportsman"
editor

someone who is in charge of a newspaper agency, magazine, etc. and decides what should be published

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "editor"
tutor

a teacher who gives lessons privately to one student or a small group

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tutor"
trader

someone whose job is selling or buying shares, goods, or currencies

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "trader"
technician

an expert who is employed to check or work with technical equipment or machines

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "technician"
programmer

a person who writes computer programs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "programmer"
flight attendant

a person who works on a plane to bring passengers meals and take care of them

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flight attendant"
veterinarian

a doctor who is trained to treat animals

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "veterinarian"
secretary

someone who works in an office as someone's assistance, dealing with mail and phone calls, keeping records, making appointments, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "secretary"
chemist

a scientist who studies chemistry

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chemist"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek