pattern

Βιβλίο English File - Αρχάριος - Μάθημα 8Β

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από το Μάθημα 8Β στο βιβλίο μαθημάτων English File Beginner, όπως "μου αρέσει", "ειρηνικό", "πολύ" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
English File - Beginner
to like

to feel that someone or something is good, enjoyable, or interesting

αρέσει, μου αρέσει

αρέσει, μου αρέσει

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to like"
to love

to have very strong feelings for someone or something that is important to us and we like a lot and want to take care of

αγαπά, λατρεύει

αγαπά, λατρεύει

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to love"
to hate

to really not like something or someone

μισώ, απεχθάνομαι

μισώ, απεχθάνομαι

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hate"
horrible

extremely unpleasant or bad

απαίσιος, φρικτός

απαίσιος, φρικτός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "horrible"
peaceful

(of a person) unwilling to become involved in a dispute or anything violent

ειρηνικός, ήσυχος

ειρηνικός, ήσυχος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "peaceful"
frightened

feeling scared or anxious

φοβισμένος, τρομαγμένος

φοβισμένος, τρομαγμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "frightened"
alone

without anyone else

μόνος, καταμεσής

μόνος, καταμεσής

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alone"
party

an event where people get together and enjoy themselves by talking, dancing, eating, drinking, etc.

πάρτι, γιορτή

πάρτι, γιορτή

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "party"
to concentrate

to focus one's all attention on something specific

συγκεντρώνομαι, εστιάζω

συγκεντρώνομαι, εστιάζω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to concentrate"
very

to a great extent or degree

πολύ, πάρα

πολύ, πάρα

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "very"
loudly

with a high volume or intensity

φωνητά, δυνατά

φωνητά, δυνατά

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "loudly"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek