pattern

Βιβλίο English File - Αρχάριος - Μάθημα 10Β

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από το Μάθημα 10Β στο βιβλίο μαθημάτων English File Beginner, όπως "bank", "lock", "together" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
English File - Beginner
in

at a point inside an area or thing

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "in"
on

used to show that an object is physically in contact with or attached to a surface or object

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "on"
at

used to show a particular place or position

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "at"
robbery

the crime of stealing money or goods from someone or somewhere, especially by violence or threat

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "robbery"
bank

a financial institution that keeps and lends money and provides other financial services

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bank"
suspect

a person or thing that is thought to be the cause of something, particularly something bad

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "suspect"
detective

a person, especially a police officer, whose job is to investigate and solve crimes and catch criminals

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "detective"
yesterday

the day before today; the previous day

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "yesterday"
secret

not seen by or unknown to other people

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "secret"
strong

having a lot of physical power

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "strong"
together

with something or someone else

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "together"
to lock

to secure something with a lock or seal

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lock"
building

a structure that has walls, a roof, and sometimes many levels, like an apartment, house, school, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "building"
storeroom

a room where things are kept while they are not needed or used

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "storeroom"
luxury hotel

a hotel that offers the most luxurious services and experiences to its guests

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "luxury hotel"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek