pattern

Βιβλίο English File - Αρχάριος - Μάθημα 4Β

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από το Μάθημα 4Β στο βιβλίο μαθημάτων English File Beginner, όπως "green", "old", "difficult" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
English File - Beginner
black

having the color that is the darkest, like most crows

μαύρος, άσπρος

μαύρος, άσπρος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "black"
blue

having the color of the ocean or clear sky at daytime

μπλε, γαλάζιο

μπλε, γαλάζιο

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "blue"
brown

having the color of chocolate ice cream

καφέ, χάλκινος

καφέ, χάλκινος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "brown"
green

having the color of fresh grass or most plant leaves

πράσινος, χλωρός

πράσινος, χλωρός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "green"
orange

having the color of carrots or pumpkins

πορτοκαλί, κερασιί

πορτοκαλί, κερασιί

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "orange"
pink

having the color of strawberry ice cream

ροζ, ροζέ

ροζ, ροζέ

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pink"
red

having the color of tomatoes or blood

κόκκινος, ερυθρός

κόκκινος, ερυθρός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "red"
white

having the color that is the lightest, like snow

λευκός, άσπρος

λευκός, άσπρος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "white"
yellow

having the color of lemons or the sun

κίτρινος, κίτρινη

κίτρινος, κίτρινη

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "yellow"
old

(of a thing) having been used or existing for a long period of time

παλιός, παλαιός

παλιός, παλαιός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "old"
new

recently invented, made, etc.

νέος, καινούργιος

νέος, καινούργιος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "new"
fast

having a high speed when doing something, especially moving

γρήγορος, ταχύς

γρήγορος, ταχύς

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fast"
slow

moving, happening, or being done at a speed that is low

αργός, βραδύς

αργός, βραδύς

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "slow"
beautiful

extremely pleasing to the mind or senses

όμορφος, κομψός

όμορφος, κομψός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "beautiful"
ugly

not pleasant to the mind or senses

άσχημος, κακός

άσχημος, κακός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ugly"
cheap

having a low price

φτηνός, χαμηλής τιμής

φτηνός, χαμηλής τιμής

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cheap"
expensive

having a high price

ακριβός, δαπανηρός

ακριβός, δαπανηρός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "expensive"
long

(of two points) having an above-average distance between them

μακρύς, μακρυνά

μακρύς, μακρυνά

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "long"
short

having a below-average distance between two points

κοντός, μικρός

κοντός, μικρός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "short"
clean

not having any bacteria, marks, or dirt

καθαρός, καθαρή

καθαρός, καθαρή

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clean"
dirty

having stains, bacteria, marks, or dirt

βρώμικος, λερωμένος

βρώμικος, λερωμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dirty"
easy

needing little skill or effort to do or understand

εύκολος, απλός

εύκολος, απλός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "easy"
difficult

needing a lot of work or skill to do, understand, or deal with

δύσκολος, ποιητικός

δύσκολος, ποιητικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "difficult"
sir

used as a respectful or polite way of referring to or addressing a man

κύριε, σεβάσμιε

κύριε, σεβάσμιε

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sir"
madam

a polite way to address or refer to a woman

κυρία (kyría), δεσποινίς (despinís)

κυρία (kyría), δεσποινίς (despinís)

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "madam"
electric car

a car that has electricity as its power source instead of gasoline or diesel

ηλεκτρικό αυτοκίνητο, ηλεκτροκίνητο αυτοκίνητο

ηλεκτρικό αυτοκίνητο, ηλεκτροκίνητο αυτοκίνητο

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "electric car"
sports car

a small, fast, and low car that has a powerful engine, usually seats two people, and often has a removable or foldable roof

αυτοκίνητο σπορ, σπορ αυτοκίνητο

αυτοκίνητο σπορ, σπορ αυτοκίνητο

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sports car"
perfect

completely without mistakes or flaws, reaching the best possible standard

τέλειος, άψογος

τέλειος, άψογος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "perfect"
museum

a place where important cultural, artistic, historical, or scientific objects are kept and shown to the public

μουσείο, κέντρο τέχνης και πολιτισμού

μουσείο, κέντρο τέχνης και πολιτισμού

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "museum"
gray

having a color between white and black, like most koalas or dolphins

γκρι, γκρίζος

γκρι, γκρίζος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gray"
famous

known by a lot of people

διάσημος, γνωστός

διάσημος, γνωστός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "famous"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek