pattern

Βιβλίο English File - Αρχάριος - Μάθημα 8Α

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από το Μάθημα 8Α στο βιβλίο μαθημάτων English File Beginner, όπως "change", "use", "pass" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
English File - Beginner
Mexico

a country located in North America that is bordered by the United States to the north

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Mexico"
Pakistan

a country in South Asia bordered by Iran, Afghanistan, and India

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Pakistan"
South Africa

a country in the southernmost part of the African continent that became independent in 1961

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "South Africa"
to change

to make a person or thing different

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to change"
to drive

to control the movement and the speed of a car, bus, truck, etc. when it is moving

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to drive"
to have

to hold or own something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to have"
to park

to move a car, bus, etc. into an empty place and leave it there for a short time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to park"
to pay

to give someone money in exchange for goods or services

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pay"
to play

to take part in a game or activity for fun

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to play"
to swim

to move through water by moving parts of the body, typically arms and legs

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to swim"
to take

to reach for something and hold it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to take"
to use

to do something with an object, method, etc. to achieve a specific result

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to use"
can

to be able to do somehing, make something, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "can"
driving licence

an official document that shows someone is qualified to drive a motor vehicle

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "driving licence"
theory test

a test that evaluates a person's knowledge of driving and traffic laws and is taken when they want to get their driver's license

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "theory test"
practical test

a test that replicates a situation and intends to evaluate one's skill and ability in performing certain tasks and duties

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "practical test"
to pass

to get the necessary grades in an exam, test, course, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pass"
to fail

to be unsuccessful in an examination or course

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fail"
the United States

a country in North America that has 50 states

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "the United States"
United Kingdom

a country in northwest Europe, consisting of England, Scotland, Wales, and Northern Ireland

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "United Kingdom"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek