pattern

Βιβλίο Headway - Αρχάριος - Ενότητα 13

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 13 στο βιβλίο μαθημάτων Headway Beginner, όπως "ενήλικος", "έξτρα", "ανοιχτό" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Headway - Beginner
adult

a fully grown man or woman

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "adult"
angry

feeling very annoyed or upset because of something that we do not like

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "angry"
bored

tired and unhappy because there is nothing to do or because we are no longer interested in something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bored"
to bring

to come to a place with someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bring"
to carry

to hold someone or something and take them from one place to another

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to carry"
cold

having a temperature lower than the human body's average temperature

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cold"
to end

to bring something to a conclusion or stop it from continuing

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to end"
to finish

to make something end

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to finish"
to guess

to estimate or form a conclusion about something without sufficient information to verify its accuracy

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to guess"
to happen

to come into existence by chance or as a consequence

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to happen"
housework

regular work done in a house, especially cleaning, washing, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "housework"
headache

a pain in the head, usually persistent

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "headache"
hungry

needing or wanting something to eat

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hungry"
to remember

to bring a type of information from the past to our mind again

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to remember"
to lose

to be deprived of or stop having someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lose"
to open

to move something like a window or door into a position that people, things, etc. can pass through or use

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to open"
to close

to not be open anymore

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to close"
practice

the act of repeatedly doing something to become better at doing it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "practice"
to sell

to give something to someone in exchange for money

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sell"
color

a quality such as red, green, blue, yellow, etc. that we see when we look at something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "color"
to put on

to place or wear something on the body, including clothes, accessories, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to put on"
scarf

a piece of cloth, worn around the neck or head, especially to keep warm

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scarf"
to pack

to put clothes and other things needed for travel into a bag, suitcase, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pack"
dress

a piece of clothing worn by girls and women that is made in one piece and covers the body down to the legs but has no separate part for each leg

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dress"
boot

a type of strong shoe that covers the foot and ankle and often the lower part of the leg

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "boot"
trousers

a piece of clothing that covers the body from the waist to the ankles, with a separate part for each leg

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "trousers"
shirt

a piece of clothing usually worn by men on the upper half of the body, typically with a collar and sleeves, and with buttons down the front

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shirt"
sock

a soft item of clothing we wear on our feet

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sock"
shorts

short pants that end either above or at the knees

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shorts"
to wear

to have something such as clothes, shoes, etc. on your body

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to wear"
skirt

a piece of clothing for girls or women that fastens around the waist and hangs down around the legs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "skirt"
tie

a long and narrow piece of fabric tied around the collar, particularly worn by men

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tie"
suit

a jacket with a pair of pants or a skirt that are made from the same cloth and should be worn together

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "suit"
to take off

to remove a piece of clothing or accessory from your or another's body

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to take off"
someone

a person who is not mentioned by name

[αντωνυμία]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "someone"
thirsty

wanting or needing a drink

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "thirsty"
trip

a journey that you take for fun or a particular reason, generally for a short amount of time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "trip"
extra

more than enough or the amount needed

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "extra"
to turn on

to cause a machine, device, or system to start working or flowing, usually by pressing a button or turning a switch

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to turn on"
to turn off

to cause a machine, device, or system to stop working or flowing, usually by pressing a button or turning a switch

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to turn off"
to win

to become the most successful, the luckiest, or the best in a game, race, fight, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to win"
worried

feeling unhappy and afraid because of something that has happened or might happen

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "worried"
black

having the color that is the darkest, like most crows

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "black"
blue

having the color of the ocean or clear sky at daytime

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "blue"
brown

having the color of chocolate ice cream

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "brown"
green

having the color of fresh grass or most plant leaves

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "green"
orange

having the color of carrots or pumpkins

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "orange"
pink

having the color of strawberry ice cream

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pink"
red

having the color of tomatoes or blood

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "red"
white

having the color that is the lightest, like snow

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "white"
yellow

having the color of lemons or the sun

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "yellow"
gray

having a color between white and black, like most koalas or dolphins

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gray"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek