pattern

Βιβλίο Solutions - Στοιχειώδης - Μονάδα 6 - 6C

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 6 - 6Γ στο βιβλίο μαθημάτων Solutions Elementary, όπως «ανέβα», «σκηνή», «βασίζομαι» κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Solutions - Elementary
bear

a large animal with sharp claws and thick fur, which eats meat, honey, insects, and fruits

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bear"
chair

furniture with a back and often four legs that we can use for sitting

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chair"
grass

a plant with thin, short, and green upright leaves, commonly found in gardens, parks, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "grass"
paw

an animal's foot that typically has a combination of nails, claws, fur, and pads

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "paw"
sleeping bag

a portable, padded, and zippered bag used for sleeping, typically outdoors or while camping

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sleeping bag"
tent

a shelter that usually consists of a long sheet of cloth, nylon, etc. supported by poles and ropes fixed to the ground, that we especially use for camping

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tent"
to climb

to go upwards toward the top of a mountain or rock for sport

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to climb"
to feed

to give food to a person or an animal

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to feed"
to look

to turn our eyes toward a person or thing that we want to see

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to look"
to rely

to fully depend on someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to rely"
to take

to reach for something and hold it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to take"
to run

to move using our legs, faster than we usually walk, in a way that both feet are never on the ground at the same time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to run"
to tell

to use words and give someone information

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to tell"
to walk

to move forward at a regular speed by placing our feet in front of each other one by one

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to walk"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek