pattern

Βιβλίο Solutions - Προ-ενδιάμεσο - Μονάδα 5 - 5Α

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 5 - 5Α στο βιβλίο μαθημάτων Solutions Pre-Intermediate, όπως "ανταμείβοντας", "παραϊατρικός", "δικηγόρος" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Solutions - Pre-Intermediate
job

the work that we do regularly to earn money

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "job"
architect

a person whose job is designing buildings and typically supervising their construction

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "architect"
cleaner

someone whose job is to clean other people’s houses, offices, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cleaner"
dentist

someone who is licensed to fix and care for our teeth

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dentist"
engineer

a person who designs, fixes, or builds roads, machines, bridges, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "engineer"
farm worker

a person who works on a farm, typically doing physical labor such as planting, harv

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "farm worker"
hairdresser

someone ‌whose job is to cut, wash and style hair

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hairdresser"
paramedic

a trained individual who provides emergency medical care to people before taking them to the hospital

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "paramedic"
pilot

someone whose job is to operate an aircraft

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pilot"
programmer

a person who writes computer programs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "programmer"
receptionist

a person who greets and deals with people arriving at or calling a hotel, office building, doctor's office, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "receptionist"
sales assistant

someone whose job involves helping and selling things to the customers and visitors of a store, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sales assistant"
solicitor

(in the UK) a lawyer who is entitled to give legal advice, prepare legal documents for contracts and defend people in lower courts of law

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "solicitor"
sport

a physical activity or competitive game with specific rules that people do for fun or as a profession

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sport"
coach

someone who trains a person or team in sport

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "coach"
travel agent

someone who buys tickets, arranges tours, books hotels, etc. for travelers as their job

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "travel agent"
waiter

a man who brings people food and drinks in restaurants, cafes, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "waiter"
to describe

to give details about someone or something to say what they are like

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to describe"
creative

making use of imagination or innovation in bringing something into existence

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "creative"
challenging

requiring significant effort, skill, or determination to overcome or accomplish successfully

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "challenging"
repetitive

referring to something that involves repeating the same actions or elements multiple times, often leading to boredom or dissatisfaction

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "repetitive"
rewarding

(of an activity) making one feel satisfied by giving one a desirable outcome

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rewarding"
stressful

causing mental or emotional strain or worry due to pressure or demands

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stressful"
tiring

(particularly of an acivity) causing a feeling of physical or mental fatigue or exhaustion

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tiring"
varied

including or consisting of many different types

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "varied"
work

activity that requires physical or mental effort

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "work"
activity

something that a person spends time doing, particularly to accomplish a certain purpose

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "activity"
to answer

to say, write, or take action in response to a question or situation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to answer"
on one's feet

in good health after a period of illness or injury

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "on {one's} feet"
to be

used when naming, or giving description or information about people, things, or situations

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to be"
part

any of the pieces making a whole, when combined

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "part"
team

a group of people who compete against another group in a sport or game

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "team"
to deal

to express or convey something in a particular way through speech, writing, or art

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to deal"
public

of, connected with, or affecting all the people in a society

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "public"
to earn

to get money for the job that we do or services that we provide

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to earn"
money

something that we use to buy and sell goods and services, can be in the form of coins or paper bills

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "money"
to make

(dummy verb) to perform an action that is specified by a noun

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to make"
phone call

the act of speaking to someone or trying to reach them on the phone

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "phone call"
to serve

to give someone food or drink

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to serve"
customer

a person, organization, company, etc. that pays to get things from businesses or stores

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "customer"
to travel

to go from one location to another, particularly to a far location

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to travel"
a lot

to a large degree

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "a lot"
to use

to do something with an object, method, etc. to achieve a specific result

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to use"
computer

an electronic device that stores and processes data

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "computer"
to wear

to have something such as clothes, shoes, etc. on your body

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to wear"
uniform

the special set of clothes that all members of an organization or a group wear at work, or children wear at a particular school

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "uniform"
to work

to do certain physical or mental activities in order to achieve a result or as a part of our job

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to work"
alone

without anyone else

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alone"
indoors

the area or space inside a building

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "indoors"
outdoors

not inside a building or enclosed space

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "outdoors"
child

a young person who has not reached puberty or adulthood yet

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "child"
long

(of a person) having a greater than average height

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "long"
hour

each of the twenty-four time periods that exist in a day and each time period is made up of sixty minutes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hour"
gardener

a person whose job is to take care of plants in a garden

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gardener"
charity

an organization that helps those in need by giving them money, food, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "charity"
fundraiser

a person whose job or task is to collect money for a charity, cause, or an organization

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fundraiser"
au pair

a young individual, often a woman, who lives abroad with a family to learn the language, and helps in the house and takes care of children for some money

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "au pair"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek