pattern

Βιβλίο English Result - Στοιχειώδης - Ενότητα 10 - 10Δ

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 10 - 10Δ στο βιβλίο μαθημάτων English Result Elementary, όπως "πανεπιστήμιο", "δίπλωμα", "χημεία" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
English Result - Elementary
education

the process that involves teaching and learning, particularly at a school, university, or college

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "education"
certificate

an official document that states one has successfully passed an exam or completed a course of study

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "certificate"
chemistry

the branch of science that is concerned with studying the structure of substances and the way that they change or combine with each other

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chemistry"
degree

the certificate that is given to university or college students upon successful completion of their course

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "degree"
diploma

a certificate given to someone who has completed a course of study

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "diploma"
high school

a secondary school typically including grades 9 through 12

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "high school"
history

the study of past events, especially as a subject in school or university

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "history"
literature

written works that are valued as works of art, such as novels, plays and poems

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "literature"
primary school

the school for young children, usually between the age of 5 to 11 in the UK

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "primary school"
secondary school

the school for young people, usually between the ages of 11 to 16 or 18 in the UK

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "secondary school"
university

an educational institution at the highest level, where we can study for a degree or do research

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "university"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek