pattern

Βιβλίο English Result - Προ-ενδιάμεσο - Μονάδα 3 - 3C

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 3 - 3Γ στο βιβλίο μαθημάτων English Result Pre-Intermediate, όπως "carpet", "boring", "meet" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
English Result - Pre-intermediate
carpet

a thick piece of woven cloth, used as a floor covering

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "carpet"
green

having the color of fresh grass or most plant leaves

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "green"
sofa

a comfortable seat that has a back and two arms and enough space for two or multiple people to sit on

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sofa"
blue

having the color of the ocean or clear sky at daytime

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "blue"
boring

making us feel tired and unsatisfied because of not being interesting

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "boring"
to go

to travel or move from one location to another

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go"
town

an area with human population that is smaller than a city and larger than a village

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "town"
to meet

to come together as previously scheduled for social interaction or a prearranged purpose

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to meet"
friend

someone we know well and trust, but normally they are not part of our family

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "friend"
to go out

to leave the house and attend a specific social event to enjoy your time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go out"
weekend

the days of the week, usually Saturday and Sunday, when people do not have to go to work or school

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "weekend"
to switch off

to make something stop working usually by flipping a switch

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to switch off"
park

a large public place in a town or a city that has grass and trees and people go to for walking, playing, and relaxing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "park"
dark

having very little or no light

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dark"
programme

a performance, typically in the context of theater, music, or other artistic events

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "programme"
channel

a TV station that broadcasts different programs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "channel"
nowhere

not in or to any place

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nowhere"
nothing

something or someone that is of no or very little value, size, or amount

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nothing"
comedy

a type of entertainment that aims to make people laugh by using humor, jokes, and funny situations

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "comedy"
film

a story that we can watch on a screen, like a TV or in a theater, with moving pictures and sound

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "film"
police action

a local military action without declaration of war; against violators of international peace and order

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "police action"
series

a set of regularly aired television or radio programs related to the same subject

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "series"
cartoon

a movie or TV show, made by photographing a series of drawings or models rather than real people or objects

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cartoon"
television

an electronic device with a screen that receives television signals, on which we can watch programs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "television"
quiz show

an entertainment show on radio or television in which people compete to win prizes by answering a number of questions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "quiz show"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek