pattern

Βιβλίο Four Corners 4 - Ενότητα 7 Μάθημα Δ

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 7 Μάθημα Δ στο βιβλίο μαθημάτων Four Corners 4, όπως "ρομποτικό", "εκτίμηση", "υποσχόμενο" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Four Corners 4
once upon a time

at a time in the past, often used to introduce a fairy tale or fictional story

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "once upon a time"
robotic

appearing mechanical or lacking emotion

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "robotic"
wheelchair

a chair with wheels that is designed particularly for the use of disabled persons

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wheelchair"
comfort

a state of being free from pain, worry, or other unpleasant feelings

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "comfort"
essential

very necessary for a particular purpose or situation

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "essential"
science fiction

books, movies, etc. about imaginary things based on science

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "science fiction"
to exist

to have actual presence or reality, even if no one is thinking about it or noticing it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to exist"
state of the art

the latest or most advanced level of technology, design, or knowledge in a particular field

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "state of the art"
senior citizen

an old person, especially someone who is retired

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "senior citizen"
to estimate

to guess the value, number, quantity, size, etc. of something without exact calculation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to estimate"
to decrease

to become less in amount, size, or degree

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to decrease"
workforce

all the individuals who work in a particular company, industry, country, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "workforce"
shortage

a lack of something needed, such as supplies, resources, or people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shortage"
golden years

a period of time in which someone no longer works due to old age

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "golden years"
breakdown

a failure in the progress or effectiveness of a relationship or system

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "breakdown"
command

an order, particularly given by someone in a position of authority

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "command"
facial expression

a way of communicating emotions or attitudes through movements and positions of the face, such as smiling, frowning, or raising eyebrows

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "facial expression"
promising

showing signs of future success or potential

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "promising"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek