pattern

Βιβλίο Interchange - Προ-ενδιάμεσο - Ενότητα 2 - Μέρος 1

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 2 - Μέρος 1 στο βιβλίο μαθημάτων Interchange Pre-Intermediate, όπως "βοηθός", "μερική απασχόληση", "βιομηχανία" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Interchange - Pre-intermediate
what

used in questions to ask for information or for someone’s opinion

[αντωνυμία]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "what"
to do

to perform an action that is not mentioned by name

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to do"
babysitter

someone whose job is to take care of a child or children while their parents are away

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "babysitter"
fitness

the state of being in good physical condition, typically as a result of regular exercise and proper nutrition

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fitness"
office

a place where people work, particularly behind a desk

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "office"
assistant

a person who helps someone in their work

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "assistant"
tutor

a teacher who gives lessons privately to one student or a small group

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tutor"
part-time

done only for a part of the working hours

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "part-time"
job

the work that we do regularly to earn money

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "job"
accountant

someone whose job is to keep or check financial accounts

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "accountant"
cashier

a person in charge of paying and receiving money in a hotel, shop, bank, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cashier"
chef

a highly trained cook who often cooks for hotels or restaurants

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chef"
dancer

someone whose profession is dancing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dancer"
flight attendant

a person who works on a plane to bring passengers meals and take care of them

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flight attendant"
musician

someone who plays a musical instrument or writes music, especially as a profession

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "musician"
pilot

someone whose job is to operate an aircraft

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pilot"
receptionist

a person who greets and deals with people arriving at or calling a hotel, office building, doctor's office, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "receptionist"
server

someone whose job is to serve meals to customers in a restaurant

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "server"
singer

someone whose job is to use their voice for creating music

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "singer"
to guide

to direct or influence someone's motivation or behavior

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to guide"
designer

someone whose job is to plan and draw how something will look or work before it is made, such as furniture, tools, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "designer"
office

a place where people work, particularly behind a desk

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "office"
work

something that we do regularly to earn money

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "work"
food

things that people and animals eat, such as meat or vegetables

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "food"
service

the act of serving customers in a restaurant, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "service"
travel

the act of going to a different place, usually a place that is far

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "travel"
industry

all of the activities, companies, and people that are involved in providing a service or producing goods

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "industry"
entertainment

movies, television shows, etc. or an activity that is made for people to enjoy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "entertainment"
business

the activity of providing services or products in exchange for money

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "business"
carpenter

someone who works with wooden objects as a job

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "carpenter"
cook

a person who prepares and cooks food, especially as their job

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cook"
dentist

someone who is licensed to fix and care for our teeth

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dentist"
doctor

someone who has studied medicine and treats sick or injured people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "doctor"
engineer

a person who designs, fixes, or builds roads, machines, bridges, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "engineer"
firefighter

someone whose job is to put out fires and save people or animals from dangerous situations

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "firefighter"
front desk

a specific area in a building, like a hotel or office, where one checks in, gets help, or asks questions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "front desk"
clerk

someone whose job is to keep records and do the routine tasks in an office, shop, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clerk"
World Wide Web

a network of information that is accessible to people when they use the internet

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "World Wide Web"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek