pattern

Βιβλίο Interchange - Προ-ενδιάμεσο - Ενότητα 16 - Μέρος 1

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 16 - Μέρος 1 στο βιβλίο μαθημάτων Interchange Pre-Intermediate, όπως "εμπειρία", "συνταξιοδότηση", "εμφάνιση" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Interchange - Pre-intermediate
to change

to make a person or thing different

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to change"
life-changing

so impactful that can change someone's life

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "life-changing"
experience

the skill and knowledge we gain from doing, feeling, or seeing things

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "experience"
change

a process or result of becoming different

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "change"
school

a place where children learn things from teachers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "school"
to graduate

to finish a university, college, etc. study course successfully and receive a diploma or degree

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to graduate"
college

an institution that offers higher education or specialized trainings for different professions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "college"
to fall in love

to start loving someone deeply

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [fall] in love"
to move

to change your position or location

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to move"
job

the work that we do regularly to earn money

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "job"
new

recently invented, made, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "new"
to get

to receive or come to have something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to get"
married

having a wife or husband

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "married"
to turn

to reach a certain age

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to turn"
city

a larger and more populated town

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "city"
child

a son or daughter of any age

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "child"
driver's licence

an official document that shows a person is legally allowed to drive a vehicle on public roads

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "driver's licence"
to travel

to go from one location to another, particularly to a far location

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to travel"
abroad

in or traveling to a different country

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "abroad"
to retire

to leave your job and stop working, usually on reaching a certain age

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to retire"
since

from a time in the past until a particular time, typically the present

[Σύνδεσμος]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "since"
administration

the process and activities required to control and manage an organization

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "administration"
drama

a play that is performed in a theater, on TV, or radio

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "drama"
to major

have as one's principal field of study

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to major"
no kidding

used to highlight the sincerity or truthfulness of a statement

[Επιφώνημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "no kidding"
fantastic

extremely amazing and great

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fantastic"
to wear

to have something such as clothes, shoes, etc. on your body

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to wear"
to start

to begin something new and continue doing it, feeling it, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to start"
to buy

to get something in exchange for paying money

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to buy"
appearance

the way that someone or something looks

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "appearance"
skill

an ability to do something well, especially after training

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "skill"
to dye

to change the color of something using a liquid substance

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dye"
bank loan

a sum of money borrowed from a bank that is typically repaid over a period of time with interest

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bank loan"
credit card

a plastic card, usually given to us by a bank, that we use to pay for goods and services

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "credit card"
to raise

to put something or someone in a higher place or lift them to a higher position

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to raise"
to grow

(of hair, nails, etc.) to develop or become longer

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to grow"
beard

the hair that grow on the chin and sides of a man’s face

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "beard"
to improve

to make a person or thing better

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to improve"
vocabulary

all the words used in a particular language or subject

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vocabulary"
to learn

to become knowledgeable or skilled in something by doing it, studying, or being taught

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to learn"
contact lens

a small and round piece of plastic that people put directly on their eyes in order to improve their ability to see

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "contact lens"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek