pattern

Βιβλίο Insight - Ενδιάμεσο - Λεξιλογική Ενόραση 1

Εδώ θα βρείτε τις λέξεις από το Vocabulary Insight 1 στο βιβλίο μαθημάτων Insight Intermediate, όπως "εκπληκτικό", "αλαζονεία", "υπέροχο" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Insight - Intermediate
stunning

very beautiful, attractive, or impressive

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stunning"
slender

(of a person or body part) attractively thin

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "slender"
slim

thin in an attractive way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "slim"
status

someone or something's professional or social position relative to that of others

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "status"
to stretch

to make something longer, looser, or wider, especially by pulling it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stretch"
appearance

the way that someone or something looks

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "appearance"
handsome

(of a man) having an attractive face and body

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "handsome"
pretty

visually pleasing in a charming way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pretty"
overweight

weighing more than what is considered healthy or desirable for one's body size and build

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "overweight"
fat

(of people or animals) weighing much more than what is thought to be healthy for their body

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fat"
trim

physically thin, fit, and attractive

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "trim"
large

above average in amount or size

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "large"
chubby

(particularly of a child or young adult) slightly overweight in a way that is considered cute or charming rather than unhealthy or unattractive

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chubby"
skinny

having a very low amount of body fat

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "skinny"
underweight

weighing less than the desired, healthy, or normal amount

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "underweight"
obese

extremely overweight, with excess body fat that significantly increases health risks

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "obese"
gorgeous

extremely attractive and beautiful

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gorgeous"
elegant

(of a person) attractive, stylish, or beautiful

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "elegant"
plump

(of a person) having a pleasantly rounded and slightly full-bodied appearance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "plump"
arrogance

a behavior characterized by an exaggerated sense of one's own importance or abilities, often with a lack of respect for others"

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "arrogance"
assertiveness

the quality of being confident and self-assured, especially in expressing one's own opinions and desires

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "assertiveness"
emotion

a strong feeling such as love, anger, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "emotion"
laziness

the state of being inactive or doing nothing considered to be a sin

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "laziness"
modesty

he quality of not being too proud or boastful about one's abilities or achievements, and not drawing too much attention to oneself

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "modesty"
shyness

a feeling of hesitancy, shame, or fearfulness in social situations

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shyness"
stubbornness

the quality or trait of being unwilling to change one's mind or behavior despite opposition or difficulties

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stubbornness"
chic

having an appealing appearance that is stylish

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chic"
designer

a person who designs clothes as a job

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "designer"
innovative

(of ideas, products, etc.) creative, original, and unlike anything else that exists

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "innovative"
secondhand

previously owned or used by someone else

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "secondhand"
retro

fashion trends, music, decor, clothing, or styles from past decades, or inspired by them

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "retro"
stylish

(of a person) attractive and with a good taste in fashion

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stylish"
fashionable

following the latest or the most popular styles and trends in a specific period

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fashionable"
vintage

(of things) old but highly valued for the quality, excellent condition, or timeless and attractive design

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vintage"
expensively

in a way that requires a lot of money to obtain or purchase

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "expensively"
branded

(of a product) marked or labeled with a distinctive name or logo of a particular company

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "branded"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek