pattern

Βιβλίο Insight - Άνω του μεσαίου - Μονάδα 2 - 2C

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 2 - 2Γ στο βιβλίο μαθημάτων Insight Upper-Intermediate, όπως "παραμελημένο", "ανακαινισμένο", "αναστέλλεται" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Insight - Upper-intermediate
neglected

ignored or not given enough attention or care

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "neglected"
run down

tired, exhausted or in a weakened state due to overwork or illness

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "run down"
worthwhile

deserving of time, effort, or attention due to inherent value or benefits

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "worthwhile"
abandoned

(of a building, car, etc.) left and not needed or used anymore

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "abandoned"
wasteful

(of a person or thing) using more resources, time, or money than is necessary or appropriate

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wasteful"
thriving

characterized by growth and success

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "thriving"
attractive

having features or characteristics that are pleasing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "attractive"
to care for

to provide treatment for or help a person or an animal that is sick or injured

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to care for"
inhabited

(of a place) having people living in it

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inhabited"
efficient

(of a person) capable of performing tasks or completing work with the least amount of wasted time, effort, or resources

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "efficient"
to renovate

to give a boost to one's energy or mood

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to renovate"
decline

a continuous reduction in something's amount, value, intensity, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "decline"
unappealing

having features or qualities that are not aesthetically pleasing or attractive

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unappealing"
pointless

lacking any purpose or goal

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pointless"
urban

related to or characteristic of a city or town

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "urban"
landscape

a beautiful scene in the countryside that can be seen in one particular view

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "landscape"
bus shelter

a small structure, often found at bus stops, that provides cover and shelter for passengers waiting for a bus, typically consisting of walls and a roof

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bus shelter"
path

a way or track that is built or made by people walking over the same ground

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "path"
high-rise

a very tall building with many floors

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "high-rise"
road sign

a sign that shows warnings or information to drivers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "road sign"
industrial

related to the manufacturing or production of goods on a large scale

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "industrial"
estate

a vast area that is the property of an individual, usually with a large house built on it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "estate"
parking meter

a device found on a street or in a parking lot that requires payment to allow a vehicle to be parked for a certain amount of time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "parking meter"
pedestrian crossing

a designated area on a road where pedestrians have the right of way to cross the street safely

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pedestrian crossing"
speed bump

a raised portion of a road surface designed to slow down vehicles in order to increase safety for pedestrians or other drivers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "speed bump"
to board up

to cover or close off a window, door, or other opening with wooden boards

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to board up"
to crumble

(of a building) to fall apart

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to crumble"
derelict

having a poor condition, often because of being abandoned or neglected for a long time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "derelict"
to flourish

to grow or develop in a healthy and successful way

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to flourish"
prosperous

rich and financially successful

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prosperous"
to refurbish

to make a room or building look more attractive by repairing, redecorating, or cleaning it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to refurbish"
robust

physically strong and healthy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "robust"
shabby

(of a person) dressed in worn and old clothes

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shabby"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek