pattern

Βιβλίο Total English - Στοιχειώδης - Ενότητα 2 - Μάθημα 1

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 2 - Μάθημα 1 στο βιβλίο μαθημάτων Total English Elementary, όπως "meet", "ordinary", "client" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Elementary
holiday

a period of time away from home or work, typically to relax, have fun, and do activities that one enjoys

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "holiday"
client

a person or organization that pays for the services of a company or recommendations of a professional

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "client"
entertainment

movies, television shows, etc. or an activity that is made for people to enjoy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "entertainment"
nightclub

a place that is open during nighttime in which people can dance, eat, and drink

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nightclub"
swimming pool

a specially designed structure that holds water for people to swim in

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "swimming pool"
ordinary

not unusual or different in any way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ordinary"
typical

having or showing the usual qualities or characteristics of a particular group of people or things

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "typical"
o'clock

put after the numbers one to twelve to show or tell what time it is, only when it is at that exact hour

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "o'clock"
excursion

a short trip taken for pleasure, particularly one arranged for a group of people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "excursion"
rep

a person who represents or acts on behalf of a company, organization, or individual

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rep"
special

different or better than what is normal

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "special"
to sell

to give something to someone in exchange for money

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sell"
to meet

to come together as previously scheduled for social interaction or a prearranged purpose

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to meet"
competition

an event or contest in which individuals or teams compete against each other

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "competition"
to organize

to put things into a particular order or structure

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to organize"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek