pattern

Βιβλίο Total English - Ενδιάμεσο - Ενότητα 3 - Αναφορά - Μέρος 2

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 3 - Αναφορά - Μέρος 2 στο βιβλίο μαθημάτων Total English Intermediate, όπως "τουριστικό", "κουκέτα", "απόβλητα" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Intermediate
picturesque

(particularly of a building or place) having a pleasant and charming appearance, often resembling a picture or painting

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "picturesque"
ugly

not pleasant to the mind or senses

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ugly"
modern

(of a style in architecture, music, art, etc.) recently formed and different from traditional styles and forms

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "modern"
traditional

belonging to or following the methods or thoughts that are old as opposed to new or different ones

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "traditional"
enormous

extremely large in physical dimensions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "enormous"
tiny

extremely small

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tiny"
friendly

kind and nice toward other people

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "friendly"
unwelcoming

not hospitable or inviting, often creating a sense of discomfort or unease

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unwelcoming"
touristy

intended for, visited by, or attractive to tourists, in a way that one does not like it

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "touristy"
unspoilt

remaining in a natural or original state without any alteration, damage, or decay

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unspoilt"
air conditioning

a system that controls the temperature and humidity in a house, car, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "air conditioning"
bunk bed

a piece of furniture consisting of two small beds with one built above the other

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bunk bed"
central heating

a system that provides a building with warm water and temperature

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "central heating"
computer screen

a screen that displays a computer's output

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "computer screen"
DVD player

a device that plays content such as movies or shows from flat discs called DVDs on your TV or other display

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "DVD player"
mobile phone

a cellular phone or cell phone; ‌a phone without any wires and with access to a cellular radio system that we can carry with us and use anywhere

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mobile phone"
sofa bed

a sofa that is designed in a way that when unfolded forms a bed

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sofa bed"
swimming pool

a specially designed structure that holds water for people to swim in

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "swimming pool"
washing machine

an electric machine used for washing clothes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "washing machine"
adaptable

able to change and adjust to different conditions and circumstances

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "adaptable"
climate

the typical weather conditions of a particular region

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "climate"
flooding

the fact or presence of water covering a part of land that is typically dry

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flooding"
fuel

any substance that can produce energy or heat when burned

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fuel"
household

all the people living in a house together, considered as a social unit

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "household"
waste

materials that have no use and are unwanted

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "waste"
insulated

covered with a substance that does not let heat, electricity, or sound to enter or escape through it

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "insulated"
recycling

the process of making waste products usable again

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "recycling"
self-sufficient

capable of providing everything that one needs, particularly food, without any help from others

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "self-sufficient"
sound wave

a type of wave that travels through a medium like air or water and carries sound from one place to another

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sound wave"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek