pattern

Slovní Zásoba pro IELTS (Základní) - Θέσεις εργασίας

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για θέσεις εργασίας, όπως «assistant», «Employ», « Lawyer» κ.λπ. που χρειάζονται για τις εξετάσεις IELTS.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words for Basic IELTS
architect

a person whose job is designing buildings and typically supervising their construction

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "architect"
assistant

a person who helps someone in their work

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "assistant"
boss

a person who is in charge of a large organization or has an important position there

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "boss"
businessperson

someone who works in business, especially at a high level

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "businessperson"
chemist

a scientist who studies chemistry

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chemist"
detective

a person, especially a police officer, whose job is to investigate and solve crimes and catch criminals

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "detective"
to employ

to give work to someone and pay them

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to employ"
engineer

a person who designs, fixes, or builds roads, machines, bridges, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "engineer"
instructor

a person who teaches a practical skill or sport to someone

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "instructor"
director

a person who manages or is in charge of an activity, department, or organization

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "director"
lawyer

a person who practices or studies law, advises people about the law or represents them in court

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lawyer"
receptionist

a person who greets and deals with people arriving at or calling a hotel, office building, doctor's office, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "receptionist"
to train

to be taught the skills for a particular job or activity through instruction and practice over time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to train"
adviser

someone whose job is to give advice professionally on a particular subject

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "adviser"
agent

a company or person that represents another person or company or manages their affairs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "agent"
employment

the fact or state of having a regular paid job

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "employment"
marketing

the act or process of selling or advertising a product or service, usually including market research

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "marketing"
president

the head of a company or corporation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "president"
profession

a paid job that often requires a high level of education and training

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "profession"
to retire

to leave your job and stop working, usually on reaching a certain age

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to retire"
accountant

someone whose job is to keep or check financial accounts

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "accountant"
analyst

a trained individual who evaluates information and data to provide insights and make informed decisions in various fields such as finance, economics, business, technology, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "analyst"
apprentice

someone who works for a skilled person for a specific period of time to learn their skills, usually earning a low income

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "apprentice"
archeologist

a person whose job is to study ancient societies using facts, objects, buildings, etc. remaining in excavation sites

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "archeologist"
critic

someone who evaluates and provides opinions or judgments about various forms of art, literature, performances, or other creative works

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "critic"
entrepreneur

a person who starts a business, especially one who takes financial risks

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "entrepreneur"
estate agent

a person whose job is to help clients rent or buy properties

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "estate agent"
freelance

earning money by working for several different companies rather than being employed by one particular organization

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "freelance"
occupation

a person's profession or job, typically the means by which they earn a living

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "occupation"
chief executive officer

the highest-ranking person in a company

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chief executive officer"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek