pattern

Ρήματα Πρόκλησης και Ανταγωνισμού - Ρήματα για το Going through Challenges

Εδώ θα μάθετε μερικά αγγλικά ρήματα που αναφέρονται σε προκλήσεις, όπως «μάχομαι», «επιμένω» και «αντέχω».

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized English Verbs of Challenge and Competition
to incur

to face consequences as a result of one's own actions

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to incur"
to contend

to engage in a struggle, conflict, or battle

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to contend"
to struggle

to put a great deal of effort to overcome difficulties or achieve a goal

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to struggle"
to battle

to overcome challenges, defend beliefs, or achieve a difficult thing

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to battle"
to toil

to work extremely hard and persistently, often with great effort and dedication

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to toil"
to labor

to put in a lot of effort to achieve a particular outcome or goal

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to labor"
to fight

to make a strong and continuous effort to achieve something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fight"
to suffer

to experience and be affected by something bad or unpleasant

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to suffer"
to persevere

to continue a course of action, especially in the face of difficulty or with little or no prospect of success

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to persevere"
to persist

to continue a course of action with determination, even when faced with challenges or discouragement

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to persist"
to live through

to survive a disaster or difficult situation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to live through"
to hold out

to survive no matter how dangerous or threatening the circumstances are

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hold out"
to endure

to allow the presence or actions of someone or something disliked without interference or complaint

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to endure"
to tolerate

to allow something one dislikes, especially certain behavior or conditions, without interference or complaint

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to tolerate"
to stand

to be willing to accept or tolerate a difficult situation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stand"
to bear

to allow the presence of an unpleasant person, thing, or situation without complaining or giving up

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bear"
to put up with

to tolerate something or someone unpleasant, often without complaining

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to put up with"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek