pattern

Ρήματα Πρόκλησης και Ανταγωνισμού - Ρήματα για την επιτυχία

Εδώ θα μάθετε μερικά αγγλικά ρήματα που αναφέρονται στην επιτυχία όπως "attain", "thrive" και "fulfill".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized English Verbs of Challenge and Competition
to attain

to succeed in reaching a goal, after hard work

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to attain"
to obtain

to get something, often with difficulty

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to obtain"
to get

to experience a specific condition, state, or action

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to get"
to gain

to obtain something through one's own actions or hard work

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to gain"
to earn

to receive something one deserves as a result of something one has done or the qualities one possesses

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to earn"
to deserve

to do a particular thing or have the qualities needed for being punished or rewarded

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to deserve"
to achieve

to finally accomplish a desired goal after dealing with many difficulties

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to achieve"
to accomplish

to achieve something after dealing with the difficulties

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to accomplish"
to fulfill

to accomplish or do something that was wished for, expected, or promised

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fulfill"
to succeed

to reach or achieve what one desired or tried for

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to succeed"
to win

to manage to get something through one's actions or words

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to win"
to ace

to perform extremely well in something, especially a test

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ace"
to prosper

to grow in a successful way, especially financially

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to prosper"
to thrive

to grow and develop exceptionally well

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to thrive"
to get ahead

to make progress and succeed in one's career or life

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to get ahead"
to flourish

to grow or develop in a healthy and successful way

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to flourish"
to triumph

to achieve great success, often by putting a lot of effort

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to triumph"
to burgeon

to have a rapid development or growth

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to burgeon"
to pay off

(of a plan or action) to succeed and have good results

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pay off"
to overpower

to defeat someone or something using superior strength, force, or influence

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to overpower"
to surpass

to exceed in quality or achievement

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to surpass"
to excel

to demonstrate exceptional skill, achievement, or proficiency in a particular activity, subject, or field

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to excel"
to outperform

to do better than someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to outperform"
to outdo

to surpass or exceed in performance, achievement, or quality

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to outdo"
to transcend

to go beyond a particular limit, quality, or standard, often in an exceptional or remarkable way

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to transcend"
to improve on

to make something better compared to a previous state or standard

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to improve on"
to catch up

to go faster and reach someone or something that is ahead

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to catch up"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek