pattern

Λεξιλόγιο για το IELTS (Γενικά) - Επικοινωνία

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για την επικοινωνία, όπως «attach», «podcast», «operator» κ.λπ. που χρειάζονται για την εξέταση IELTS.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words for General IELTS
answering machine

a machine that answers missed calls and records the messages callers leave

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "answering machine"
to attach

to physically connect or fasten something to another thing

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to attach"
blogger

an individual who maintains and regularly adds new content to a blog

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "blogger"
communication

the process or activity of exchanging information or expressing feelings, thoughts, or ideas by speaking, writing, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "communication"
connection

the act of establishing or the state of being linked to something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "connection"
podcast

a digital audio program that is available for download or streaming on the internet, typically produced in a series format covering a wide range of topics

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "podcast"
search engine

a computer program that searches the internet and finds information based on a word or group of words given to it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "search engine"
to surf

to explore content or information on the internet or in other media without a specific goal

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to surf"
voicemail

a system that allows callers to leave recorded messages for someone who is unable to answer their phone

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "voicemail"
attachment

a file or document that is sent along with an email

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "attachment"
to delete

to remove a piece of data from a computer or smartphone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to delete"
hate mail

offensive and often threatening letters or emails usually sent under no name

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hate mail"
operator

a person who uses or controls a machine, device or piece of equipment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "operator"
dialect

the spoken form of a language specific to a certain region or people which is slightly different from the standard form in words and grammar

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dialect"
fluency

the quality of being able to speak or write very well and easily in a foreign language

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fluency"
accuracy

the state or quality of being without any errors

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "accuracy"
language barrier

a difficulty emerging from the fact that people cannot communicate because they do not have a common language

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "language barrier"
mother tongue

the first language that a baby acquires naturally; the native language

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mother tongue"
native speaker

someone who has learned a language as their first language, and not as a foreign language

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "native speaker"
pronunciation

the way a word is pronounced

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pronunciation"
sign language

a system used to communicate with deaf people that involves using hands and body gestures instead of words

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sign language"
incoherent

(of speech or written discourse) unclear or poorly organized in a way that is not comprehensible

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "incoherent"
to clarify

to make something clear and easy to understand by explaining it more

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to clarify"
to comprehend

to fully understand something, especially something complicated

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to comprehend"
to converse

to engage in a conversation with someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to converse"
to explain

to make something clear and easy to understand by giving more information about it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to explain"
to express

to show or make a thought, feeling, etc. known by looks, words, or actions

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to express"
to illustrate

to explain or show the meaning of something using examples, pictures, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to illustrate"
to indicate

to mention or express something in few words

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to indicate"
tweet

a message or post on Twitter

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tweet"
telephone banking

services that banks offer their customers by telephone

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "telephone banking"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek