pattern

Γενική Εκπαίδευση IELTS (Επίπεδο 6-7) - κινήσεις

Εδώ, θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με τις κινήσεις που είναι απαραίτητες για την εξέταση IELTS General Training.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Vocabulary for General Training IELTS (6-7)
to jog

to run at a steady, slow pace, especially for exercise

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to jog"
to step

to move to a new position by raising one's foot and then putting it down in a different spot

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to step"
to rush

to move or act very quickly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to rush"
to sneak

to move quietly and stealthily, often with the intention of avoiding detection or being unnoticed

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sneak"
to creep

to move slowly and quietly while staying close to the ground or other surface

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to creep"
to tiptoe

to walk slowly and carefully on one's toes

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to tiptoe"
to wander

to move in a relaxed or casual manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to wander"
to hike

to take a long walk in the countryside or mountains for exercise or pleasure

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hike"
to trek

to go for a long walk or journey, particularly in the mountains, forests, etc. as an adventure

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to trek"
to sprint

to run very fast for a short distance, typically as a form of exercise

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sprint"
to leap

to jump very high or over a long distance

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to leap"
to vault

to leap or spring over an obstacle with the aid of hands or a pole

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to vault"
to hurdle

to jump over obstacles while running

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hurdle"
to plunge

to suddenly move or cause someone or something move downward, forward, or into something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to plunge"
to backflip

to perform a backward somersault, typically in the air

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to backflip"
to flap

to move with a rapid up-and-down motion

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to flap"
to flutter

to move or flap rapidly and lightly, typically referring to the motion of wings, leaves, or other flexible objects

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to flutter"
to swing

to move or make something move from one side to another while suspended

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to swing"
to twirl

to spin or rotate quickly with a graceful motion

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to twirl"
to dash

to run or move quickly and suddenly, often with great force or urgency

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dash"
to scurry

to move quickly and with small, rapid steps, often in a hurried or nervous manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to scurry"
to slip

to slide or move sideways, often unintentionally

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to slip"
to descend

to move toward a lower level

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to descend"
to ascend

to slope or incline upward

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ascend"
to roam

to go from one place to another with no specific destination or purpose in mind

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to roam"
to parade

to walk ostentatiously or confidently

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to parade"
to hurtle

to move with speed and intensity

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hurtle"
to duck

to lower the head or body quickly as a gesture of avoidance or to avoid being hit

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to duck"
to tug

to pull with a quick, forceful movement

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to tug"
to stumble

to accidentally hit something with one's foot and almost fall

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stumble"
to cross

to go across or to the other side of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cross"
to propel

to drive, push, or cause to move forward or onward

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to propel"
to trample

to step heavily or crush underfoot with force

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to trample"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek