pattern

Ακαδημαϊκό IELTS (Επίπεδο 8 και Άνω) - Επιτυχία

Εδώ, θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με το Success που είναι απαραίτητες για τις εξετάσεις Academic IELTS.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Vocabulary for Academic IELTS (8)
fortuitous

occurring by chance and not intention

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fortuitous"
enterprising

showing initiative, resourcefulness, and a willingness to undertake new and challenging projects or ventures

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "enterprising"
driven

showing determination and ambition to achieve one's goals

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "driven"
goal-oriented

characterized by a strong focus on achieving specific objectives

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "goal-oriented"
self-assured

confident in one's abilities or qualities

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "self-assured"
well-heeled

having substantial financial resources

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "well-heeled"
loaded

having a lot of money or financial resources

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "loaded"
auspicious

indicating that something is very likely to succeed in the future

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "auspicious"
high-flying

extremely successful, particularly in job or education

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "high-flying"
elite

associated with superior status, privilege, or excellence

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "elite"
serendipitous

unexpectedly fortunate or successful

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "serendipitous"
to transcend

to go beyond a particular limit, quality, or standard, often in an exceptional or remarkable way

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to transcend"
to eclipse

to become more successful, important, or powerful that someone or something else in a way that they become unnoticeable

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to eclipse"
to outstrip

to posses or reach a higher level of skill, success, value, or quantity than another person or thing

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to outstrip"
to prevail

to prove to be superior in strength, influence, or authority

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to prevail"
to outperform

to do better than someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to outperform"
to outwit

to defeat or surpass someone in a clever or cunning manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to outwit"
to outmaneuver

to surpass or overcome an opponent or obstacle through strategic and skillful maneuvers

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to outmaneuver"
to outshine

to surpass or exceed others in a particular quality, skill, or achievement

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to outshine"
to procure

to obtain something, especially through effort or skill

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to procure"
to reign

to be predominant or prevalent

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to reign"
to burgeon

to have a rapid development or growth

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to burgeon"
to consolidate

to strengthen a position of power or success so that it lasts longer

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to consolidate"
to culminate

to end by coming to a climactic point

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to culminate"
to outclass

to surpass or exceed others in a particular activity, skill, or performance

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to outclass"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek